Για όλα υπάρχει μια λέξη. Για τους έρωτες που άναψαν σαν σπίθα κι έσβησαν σαν κερί. Για τις μέρες που ξυπνάς με το βάρος του κόσμου στην πλάτη, χωρίς να έχει συμβεί τίποτα. Για το συναίσθημα ότι «κάτι δεν πάει καλά», για την παράξενη μελαγχολία που σου φέρνει μια παλιά μυρωδιά ή για τη γλυκιά αναστάτωση όταν νιώθεις πως πρόκειται να αλλάξει η ζωή σου. Ο άνθρωπος μάλλον ένιωσε τόσα πολλά, που η γλώσσα δεν προλάβαινε. Μέχρι που τελικά βρήκε τρόπους…
Ακολουθούν 6 συναισθήματα που δεν ξέρεις ότι έχουν όνομα – και μεταξύ μας σίγουρα τα έχεις ζήσει, απλώς δεν ήξερες πώς να τα βαφτίσεις.
1) L’appel du vide ή αλλιώς η «έλξη του κενού»
Δεν είναι παράξενη επιθυμία, δεν είναι τάση αυτοκαταστροφής και προς Θεού δεν είναι κάτι για να ανησυχήσεις. Είναι εκείνη η στιγμή που περπατάς δίπλα στον γκρεμό, κοιτάς το κενό και μια φωνούλα μέσα σου ψιθυρίζει: «Τι θα γινόταν αν…;»
Την ίδια στιγμή που είσαι στο μπαλκόνι, φορτίζεις το κινητό σου και σου περνά από το μυαλό: «Κι αν τώρα το πετούσα κάτω;» Ή όταν οδηγείς στο στενό και σε χτυπά στιγμιαία η ιδέα να στρίψεις λίγο πιο απότομα από όσο χρειάζεται.
Μην ανησυχείς σου λέω, είναι τόσο συνηθισμένο που ακόμα και οι Γάλλοι του έδωσαν όνομα. Είναι ο εγκέφαλος που κάνει δοκιμαστικές σκέψεις για να επιβεβαιώσει πως όχι, δεν έχεις καμία πρόθεση να τις κάνεις. Ένα reminder ότι αγαπάς τη ζωή σου – ε, καλά, με έναν κάπως πιο δραματικό τρόπο.
2) Sonder ή αλλιώς «η επίγνωση ότι όλοι γύρω σου έχουν μια ιστορία»
Συμβαίνει συνήθως σε κάτι πολύ απλό: ένα λεωφορείο που αργεί, μια ουρά στο ταμείο, ένα βράδυ που γυρίζεις σπίτι και κοιτάς από το παράθυρο ενός άγνωστου διαμερίσματος. Και ξαφνικά σε χτυπά ένα παράξενο, σχεδόν ποιητικό αίσθημα: όλοι γύρω σου έχουν μια ζωή που δε θα μάθεις ποτέ – προβλήματα, χαρές, μικρές νίκες, απώλειες, όνειρα.
Το “sonder” μοιάζει σαν να συντονίζεσαι για λίγο με την καρδιά όλου του κόσμου. Είναι το συναίσθημα που σε κάνει λίγο πιο τρυφερό, λίγο πιο ανεκτικό, λίγο πιο άνθρωπο.
3) Saudade ή αλλιώς «η νοσταλγία για κάτι που δεν επιστρέφει»
Οι Πορτογάλοι είναι πιο ρομαντικοί από όσο παραδέχονται, γι’ αυτό και έχουν τη λέξη «saudade». Είναι η γλυκόπικρη νοσταλγία για κάτι που χάθηκε, για κάποιον που δε θα ξανάρθει, για μια στιγμή που πέρασε και δε θα την ξαναζήσεις.
Είναι η αίσθηση που σου αφήνει ένα παλιό τραγούδι, μια φωτογραφία από το καλοκαίρι του 2012, ένα άρωμα που σε πάει πίσω εκεί που ήσουν άλλος άνθρωπος. Δεν είναι μόνο λύπη αλλά και ομορφιά μαζί. Γιατί το να σου λείπει κάτι σημαίνει ότι το έζησες πραγματικά.
4) Deja rêvé ή αλλιώς «το έχω ονειρευτεί αυτό»
Ξέρεις το déjà vu, αλλά να σε ενημερώσω πως υπάρχει και το ξαδελφάκι του, το déjà rêvé – η αίσθηση δηλαδή ότι αυτό δεν το έχεις ξαναζήσει, αλλά το έχεις ονειρευτεί. Είναι σαν μια μικρή διαρροή από τον κόσμο του ύπνου στον ξύπνιο.
Μπορεί να είναι ένας διάλογος που μοιάζει ύποπτα γνώριμος. Ένας χώρος που νομίζεις πως έχεις ξαναδεί στη σκέψη σου ή ένα πρόσωπο με μια ενέργεια που έχεις «συναντήσει» πριν.
Όχι, δε σημαίνει ότι έχεις μαντικές ικανότητες – ή μπορεί και να έχεις – απλώς συχνά σημαίνει ότι ο εγκέφαλος αποθηκεύει όνειρα σε συρτάρια που μερικές φορές ανοίγουν κατά λάθος. Και αυτό το λάθος δημιουργεί το πιο παράξενο αίσθημα οικειότητας.
5) Monachopsis ή αλλιώς «η ανεξήγητη αίσθηση ότι δεν ανήκεις»
Ελάχιστοι ξέρουν τη λέξη αλλά όλοι σχεδόν έχουν ζήσει το συναίσθημα. Είναι το αίσθημα ότι δεν ταιριάζεις στο χώρο – όχι δραματικά, όχι για πάντα, αλλά εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, σε εκείνη τη συγκεκριμένη παρέα, χωρίς καν να ξέρεις το γιατί.
Monachopsis είναι όταν νιώθεις “out of place”, σαν να φοράς λάθος μέγεθος σε ένα αόρατο ρούχο που σε στενεύει. Μπορεί να είσαι με ανθρώπους που αγαπάς και παρ’ όλα αυτά να αισθάνεσαι αποσύνδεση.
Δε σημαίνει ότι δεν ανήκεις καθόλου· απλώς ο εσωτερικός σου ρυθμός δε συγχρονίζεται με τον εξωτερικό κόσμο. Και θα ξανασυγχρονιστεί, απλώς δώσε του λίγο χρόνο.
6) Opia ή αλλιώς «η έκθεση που νιώθεις όταν σε κοιτούν βαθιά στα μάτια»
Ελάχιστα πράγματα είναι τόσο προσωπικά όσο το βλέμμα. Το «opia» είναι αυτό το περίεργο μείγμα ντροπής, έλξης, αμηχανίας και γυμνότητας που νιώθεις όταν κάποιος σε κοιτάζει λίγο πιο βαθιά από όσο αντέχεις.
Είναι εκείνη η στιγμή που νιώθεις ότι κάποιος βλέπει όχι απλώς το πρόσωπό σου, αλλά εσένα. Που σε πιάνει ένας ηλεκτρισμός και μια αμηχανία μαζί. Που θέλεις να κρατήσεις το βλέμμα και ταυτόχρονα να κοιτάξεις αλλού. Το opia είναι η πιο λεπτή μορφή οικειότητας – αυτή, θα λέγαμε, που δεν έχει ειπωθεί με λόγια.
Το να γνωρίζεις λοιπόν αυτές τις λέξεις δεν είναι γλωσσική περιέργεια αλλά αυτογνωσία. Όταν κάτι έχει όνομα, παύει να είναι άμορφο. Παύει, με λίγα λόγια, να σε μπερδεύει. Ξαφνικά μπορείς να το αναγνωρίσεις, να το περιγράψεις, να το επικοινωνήσεις. Τα συναισθήματα γίνονται λιγότερο τρομακτικά όταν τα φωτίζεις, εξάλλου. Γίνονται ανθρώπινα όταν τα αποκαλείς με το όνομά τους και γίνονται διαχειρίσιμα όταν ξέρεις ότι δεν τα νιώθεις μόνο εσύ. Γιατί η αλήθεια είναι απλή: η γλώσσα υπάρχει για να χωράει τον άνθρωπο. Ακόμα και στα πιο παράξενα, μυστήρια, ανεξήγητα κομμάτια του.
