Υπάρχει μια παράξενη στιγμή στη ζωή που δεν την καταλαβαίνεις όταν συμβαίνει. Δεν έχει ηλικία, δεν έχει προειδοποίηση, δεν ηχούν καμπάνες. Είναι η στιγμή που κάποιος —ή και όλοι— αρχίζουν να σου λένε «μεγάλωσε». Κι εσύ, χωρίς να το πολυσκεφτείς, αρχίζεις να μαζεύεις τα συναισθήματά σου όπως μαζεύεις ρούχα από την απλώστρα πριν πιάσει βροχή. Γρήγορα. Τυπικά. Με μισή προσοχή.
Μεγαλώνοντας, γίνεσαι ειδικός στο να αντέχεις. Όχι στο να νιώθεις. Να χαμογελάς ενώ μέσα σου ουρλιάζεις. Να συνεχίζεις τη μέρα σου σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, επειδή κάπως έτσι αποφασίσαμε ότι λειτουργεί η «ενήλικη ωριμότητα».
Μόνο που εγώ —και ίσως κι εσύ— έμαθα κι αυτό: Μεγαλώνοντας έμαθα να χαμογελάω ενώ μέσα μου κατέρρεαν όλα. Και το χειρότερο; Οι άλλοι το έλεγαν ωριμότητα.
Κάπως έτσι γεννιέται η μεγάλη παρεξήγηση ότι ψυχραιμία σημαίνει σιωπή. Ότι ωριμότητα σημαίνει καταπίεση. Ότι το να μη μιλάς είναι πράξη δύναμης και όχι πράξη φόβου. Κανείς δε μας είπε ότι μαζί με την ενηλικίωση θα έρθει και η τέχνη της συναισθηματικής απόκρυψης. Μια τέχνη που δεν επιλέξαμε, αλλά τη μάθαμε απέξω κι ανακατωτά:
Μη δείχνεις πολλά.
Μη λες πολλά.
Μη ζητάς πολλά.
Μη νιώθεις πολλά.
«Το πολύ» δεν έχει θέση στους ενήλικες. Σου ζητούν να είσαι βολικός, διαχειρίσιμος, ήρεμος— ακόμα κι όταν το σώμα σου και η ψυχή σου βουλιάζουν. Πολλές φορές σκέφτομαι πόσα πράγματα καταπίνουμε «για το καλό». Την κούραση, για να μη φανεί ότι δυσκολευόμαστε. Τη στεναχώρια, για να μη μας πουν υπερευαίσθητους. Τον θυμό, για να μη χαλάσουμε την ατμόσφαιρα. Την ανάγκη μας για αγάπη, για να μη θεωρηθούμε needy.
Και τελικά μένει αυτό το μεγάλο ερώτημα που κανείς δεν τολμά να διατυπώσει φωναχτά: Πού πηγαίνουν όλα όσα καταπίνουμε; Δεν εξατμίζονται. Δε λιώνουν. Δε μας «ωριμάζουν». Συσσωρεύονται. Κουμπώνουν μέσα μας σαν κουτιά σε αποθήκη που γεμίζει χωρίς να την αδειάζει κανείς. Κι έρχεται η μέρα που δε χωράς άλλο. Όχι στη ζωή— στον ίδιο σου τον εαυτό. Αυτό είναι το σημείο που η ψεύτικη ψυχραιμία γίνεται η πιο βαριά μάσκα. Κι εμείς, οι μεγάλοι, κυκλοφορούμε με όμορφες μάσκες και κουρασμένα μάτια. Δεν είμαστε ψύχραιμοι. Είμαστε κουρασμένοι από το να παίζουμε τους ψύχραιμους.
Για χρόνια νόμιζα ότι αυτό είναι το τίμημα της ενηλικίωσης. Ότι ο μεγάλος άνθρωπος πρέπει να μασάει τα λόγια του, να ράβει τα συναισθήματά του και να φοράει χαμόγελο που δεν έφτιαξε η καρδιά του. Μέχρι που κατάλαβα κάτι που πραγματικά άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο υπάρχω: Η ωριμότητα δεν είναι η απονέκρωση. Είναι η επίγνωση. Είναι η σύνδεση. Είναι το να λες την αλήθεια σου χωρίς να φοβάσαι πως θα σε πούνε δραματικό. Ενήλικας δε σημαίνει να είσαι μουγγός απέναντι σε όσα σε καίνε. Σημαίνει να μπορείς να σταθείς μπροστά στον εαυτό σου και να παραδεχτείς:
«Ναι, αυτό με πονάει.»
«Ναι, αυτό με κουράζει.»
«Ναι, αυτό δεν το αντέχω άλλο.»
Σημαίνει να σέβεσαι τα όριά σου, να ακούς το σώμα σου, να παραδέχεσαι τις ανάγκες σου. Σημαίνει να μη δίνεις τα πάντα για να διατηρήσεις μια εικόνα που δε σου ανήκει. Κι ίσως εκεί, σε αυτή τη μικρή, τίμια στιγμή ειλικρίνειας, να βρίσκεται η πραγματική ωριμότητα: όχι στο να μη νιώθεις, αλλά στο να έχεις το θάρρος να νιώθεις χωρίς να ντρέπεσαι. Γιατί, τελικά, αυτό που μας πνίγει δεν είναι τα συναισθήματα.
Αυτό που μας πνίγει είναι ότι δε μας επιτράπηκε ποτέ να τα πούμε.
Η ενηλικίωση δε θα έπρεπε να σημαίνει αποσύνδεση. Θα έπρεπε να σημαίνει επανασύνδεση — με τον εαυτό, με τη φωνή, με την αλήθεια μας. Κι αν κάτι χρωστάμε στον ενήλικο εαυτό μας, είναι αυτό: Να μην καταπίνουμε όσα μας πνίγουν. Να μη φοράμε ψυχραιμία όταν χρειαζόμαστε ανάσα.
Να μάθουμε ξανά να νιώθουμε — χωρίς να ζητάμε συγγνώμη. Κι ίσως, τελικά, η μεγαλύτερη αλήθεια της ενηλικίωσης να μην είναι ούτε η ψυχραιμία ούτε η αντοχή, αλλά η επιστροφή. Η επιστροφή σε εκείνο το παιδί που ήμασταν κάποτε — το παιδί που ένιωθε χωρίς άδειες, μιλούσε χωρίς φόβο και δεν προσποιούταν για να χωρέσει πουθενά. Δε μεγαλώσαμε για να το θάψουμε. Μεγαλώσαμε για να το προστατεύσουμε.
Αν υπάρχει λοιπόν κάτι που μας σώζει, δεν είναι η δύναμη να σωπαίνουμε. Είναι το κουράγιο να κάνουμε χώρο. Χώρο για όσα δεν ειπώθηκαν, για όσα ζητήσαμε χαμηλόφωνα, για όσα φοβηθήκαμε να παραδεχτούμε. Η αλήθεια είναι ότι η ζωή δε θέλει ενήλικες που αντέχουν τα πάντα. Θέλει ενήλικες που τολμούν να είναι άνθρωποι. Και άνθρωπος δεν είναι εκείνος που δε ραγίζει. Άνθρωπος είναι εκείνος που, όταν ραγίσει, δεν ντρέπεται να ακουστεί.
