Βγήκε λοιπόν ο Τάσο Ξιαρχό και πέταξε αυτό που νόμιζε πως ήταν κακία προς την Κόνι Μεταξά, με αφορμή το ότι η ίδια έχει εργαστεί σε πανηγύρια. Και κάπως έτσι, έδωσε την τέλεια πάσα στην ίδια αλλά να μιλήσει για την προκατάληψη απέναντι σε όσους συμμετέχουν στην πιο λαϊκή, παραδοσιακή πλευρά της ψυχαγωγίας. Ο χορογράφος ανέφερε ότι «αν εγώ σε κράζω επειδή εσύ τραγουδάς σε πανηγύρια, δε φταίω».

 

Ακολούθως, πρόσθεσε: «Είχα επενδύσει πάνω σου, είχα επενδύσει πάνω μας. Τη συγκεκριμένη καλλιτέχνιδα, που δεν ήθελες, από εσένα τη γνώρισα. Εσύ μου την είχες φέρει στη σχολή να της κάνω μάθημα και έκανε καριέρα που εσύ δεν έκανες, και δυστυχώς ζήλεψες. Αν εγώ σε κράζω επειδή εσύ τραγουδάς σε πανηγύρια, δεν φταίω. Το να βγαίνεις δημόσια και να μιλάς για εμένα και να λες ότι “τους συγχωρείς όλους κι ας σε έκραζα στους συνεργάτες σου”. Ποιοι είναι συνεργάτες σου; Άνθρωποι του χώρου είναι, όχι συνεργάτες σου. Εσύ με κράζεις σε άτομα που μου πήραν τη δουλειά. Ξέρεις πολύ καλά σε ποιους αναφέρομαι, σε αυτούς που μου πήραν τη σχολή. Αυτά τα καραγκιοζιλίκια εγώ δεν τα θέλω και δεν τα σηκώνω και εννοείται θα κράξω όποιον μου έχει καταγ@@@σει τη ζωή».

@tasosxiarcho♬ original sound – Tasos Xiarcho

 

Η αντίδραση της Μεταξά δεν άργησε. Μέσω ανάρτησης στα social media, διερωτήθηκε γιατί θεωρείται ντροπή το να έχει κάποιος δουλέψει σε πανηγύρι. Σημείωσε ότι πολλοί, ειδικά το καλοκαίρι, σπεύδουν σε πανηγύρια, διασκεδάζουν, χορεύουν, και στην πραγματικότητα «ψοφάνε» να συμμετέχουν, έστω κι αν δεν το δείξουν δημόσια γιατί ντρέπονται να ανεβάσουν στόρι.

 

 

Κι επειδή είναι τύπισσα ωραία και μερακλού, είπε ότι δεν ντρέπεται για το πού μπορεί να εργαστεί: «μπορώ να εργαστώ παντού, περνάω τέλεια όπου πάω», είτε αυτό είναι πανηγύρι, μπουζούκια, «Σταυρός του Νότου» ή ένα τυχαίο κουτούκι. Με λίγα λόγια, υπερασπίστηκε ταυτόχρονα την επαγγελματική της ελευθερία αλλά και την επιλογή της να ζει όπως θέλει, χωρίς να αισθάνεται μειονεκτικά.

«Άνθρωποι που θέλουν να πουλήσουνε aesthetic και δεν ανεβάζουν πράγματα τα οποία όντως τους κάνουν να αισθάνονται ωραία και τους βοηθάνε να περνάνε καλά και απλά κρύβουν αυτό το κομμάτι της ζωής τους, το οποίο είναι η πραγματικότητά τους για να μη φανεί κάτι στον κόσμο. Μαντέψτε. Εμένα δεν με ενδιαφέρει καθόλου αν κάποιος θα με κρίνει, γιατί εγώ ήρθα εδώ σε αυτή τη ζωή για να περνάω καλά».

Αυτή η ατυχής στιγμή λοιπόν του Ξιαρχό, πέρα από την προσωπική διαμάχη, φέρνει στο φως μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτιστική ένταση. Την απέχθεια ή υποτίμηση που συχνά δείχνουμε προς ό,τι θεωρούμε «λαϊκό», «πανηγυριώτικο». Είναι εντυπωσιακό πόσο εύκολα κάποιοι αστέρες του «χώρου» ή της «τέχνης» θεωρούν ότι το να εμφανίζεσαι σε πανηγύρια μειώνει την αξιοπρέπεια ή την καλλιτεχνική αξία, την ίδια στιγμή που η κουλτούρα του πανηγυριού στην Ελλάδα μας έχει χαρίσει καλλιτεχνάρες όπως η Τσαμπά και η Βέρα, αλλά και τραγουδάρες.

Αλλά τι είναι στην πραγματικότητα τα πανηγύρια; Πέρα από μουσική και χορό είναι παράδοση. Είναι ένας τρόπος ανθρώπων από μικρότερα χωριά ή περιοχές χωρίς πρόσβαση σε «αίθουσες συναυλιών» να συναντηθούν, να γιορτάσουν, να χορέψουν, να εκφραστούν. Είναι κομμάτι της πολιτιστικής μας ταυτότητας, της κοινωνικής και λαϊκής μας ρίζας. Όταν κάποιοι λένε «είσαι για τα πανηγύρια» με υποτιμητικό ύφος, δεν προσβάλλουν απλώς έναν άνθρωπο, υποτιμούν ολόκληρη κουλτούρα, έναν τρόπο ζωής και ψυχαγωγίας που έχει τη δική του αξία.

Κι εδώ βρίσκεται η ουσία: ότι η υποτίμηση της λαϊκής κουλτούρας είναι ταξική. Και ταυτόχρονα μια ιεράρχηση του τι θεωρείται «σοβαρό» και «ποιοτικό». Έτσι, η προσωπική επιλογή της Μεταξά να ζει και να εργάζεται όπως εκείνη επιλέγει και να υπερασπίζεται ανοιχτά την εμπειρία της, γίνεται μια μικρή πολιτική πράξη με μεγάλη σημασία. Υπεράσπιση του δικαιώματος να υπάρχει μουσική, γλέντι, διασκέδαση, χωρίς στιγματισμούς.

Τα συμπεράσματα της Μεταξά αξίζουν προσοχής. Δεν είναι υπεροπτική ή θιγμένη· είναι ρεαλίστρια και ειλικρινής. Όπως είπε, δεν ντρέπεται, δεν έχει κόμπλεξ, και το ότι μπορεί να «προσαρμόζεται» σημαίνει ότι πάντα θα έχει δουλειά, ενώ όσοι μειώνουν τα «πανηγύρια» συχνά είναι οι ίδιοι που όταν δεν έχουν δουλειά, δεν το ομολογούν.

Συνεπώς, όταν απαξιώνουμε αυτά που ανήκουν στη λαϊκή ψυχαγωγία, δεν κρίνουμε την ποιότητα ή το ταλέντο. Αλλά εκφράζουμε προκαταλήψεις και κοινωνικές ιεραρχήσεις που υποτιμούν την αξία της κοινότητας, της παράδοσης, του κοινού γλεντιού. Η κουλτούρα μας δεν είναι ντροπή, δεν είναι προνόμιο λίγων· είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου.

Συντάκτης: Ράνια Λιάσκου