Υπάρχουν άνθρωποι που, κάθε Δεκέμβρη, κάτι μέσα τους μαλακώνει. Μια ζεστασιά λες και έρχεται και τυλίγει την ψυχή και το μυαλό τους. Όχι δεν είναι ότι αγνοούν την πραγματικότητα. Ξέρουν -πιστέψτε με- πολύ καλά ότι ο κόσμος δεν αλλάζει με λαμπάκια, ούτε ότι οι πληγές κλείνουν επειδή μυρίζει κανέλα και πορτοκάλι. Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι, επιμένουν, ανάβουν φώτα και ακούνε τα ίδια τραγούδια. Συνεχίζουν να θυμούνται και να περιμένουν.
Και κάπου εδώ γεννιέται το ερώτημα : είναι αυτοί οι άνθρωποι πιο ευτυχισμένοι ή απλώς πιο ρομαντικοί;
Η ψυχολογία φίλοι μου, δεν απορρίπτει αυτήν τη «πίστη στη μαγεία» αλλά αντιθέτως τη βλέπει ως έναν ήπιο, προστατευτικό μηχανισμό του ψυχισμού. Δεν τη θεωρεί φυγή από την πραγματικότητα αλλά τη βλέπει ως έναν τρόπο να μας μαλακώσει για να μπορούμε να τη σηκώσουμε ή να την αντέξουμε πολλές φορές.
Τα Χριστούγεννα δεν είναι μόνο γιορτή, είναι μνήμη, είναι μυρωδιές από κουζίνα που κάποτε ήταν γεμάτη από νοστιμιές, γέλια και φωνές. Φωνές που σήμερα ίσως σε κάποιους λείπουν. Ένα σπίτι πιο φωτεινό απ’ ό τι ήταν συνήθως. Εκείνο το γνώριμο συναίσθημα ασφάλειας που δεν ήξερες τότε πώς να το ονομάσεις, αλλά τώρα που μεγάλωσες, σου λείπει.
Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική σκέψη, όταν επιστρέφουμε νοητά σε αυτές τις στιγμές, δεν κάνουμε απλώς αναπόληση. Ενεργοποιούμε ένα εσωτερικό «ασφαλές καταφύγιο». Μια ανάμνηση όπου ο κόσμος είχε νόημα, ρυθμό, τελετουργία. Και αυτό αγαπημένοι μου, – όσο απλό κι αν σας ακούγεται μειώνει το άγχος, ενισχύει τη συναισθηματική ανθεκτικότητα και μας επανασυνδέει με τον εαυτό μας.
Οι άνθρωποι λοιπόν, που «πιστεύουν στη μαγεία των Χριστουγέννων» δεν σημαίνει ότι πιστεύουν κυριολεκτικά σε θαύματα απλώς πιστεύουν…. στην συνέχεια. Στο ότι κάτι καλό μπορεί να επαναληφθεί και ότι η ζωή δεν είναι μόνο γραμμική φθορά, αλλά και κύκλος. Κάτι τελειώνει δηλαδή και κάτι ξαναρχίζει. Και αυτό έχει ψυχολογικό βάθος.
Έρευνες στη θετική ψυχολογία δείχνουν ότι τα άτομα που επιτρέπουν στον εαυτό τους να έχει μικρές ρομαντικές ψευδαισθήσεις – και δεν εννοώ αυταπάτες, αλλά ελπιδοφόρα αφηγήματα- εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα υποκειμενικής ευτυχίας. Και θα το ξαναπώ, όχι γιατί όλα πάνε καλά, αλλά γιατί πολύ απλά δεν ακυρώνουν το καλό όταν εμφανίζεται.
Η «μαγεία» εδώ λειτουργεί σαν γέφυρα. Ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Στο παιδί που ήσουν και στον ενήλικα που κουράστηκε. Στο συναίσθημα και στη λογική. Και μη γελιέστε, δεν είναι άρνηση της ωριμότητας αλλά θεωρείται συναισθηματική ολοκλήρωση. Και ίσως γι’ αυτό, όσο μεγαλώνουμε και η ζωή γίνεται πιο σκληρή, τόσο περισσότερο κάποιοι επιμένουν να στολίζουν, να κρατούν μικρές παραδόσεις και να ανάβουν ένα κερί. Όχι από αφέλεια, αλλά από βαθιά ανάγκη.
Και αν το σκεφτείτε η μεγαλύτερη παρεξήγηση γύρω από τη μαγεία των Χριστουγέννων είναι ότι αφορά μόνο τα παιδιά. Σαν να είναι ένα συναίσθημα με ημερομηνία λήξης, που όταν μεγαλώσεις «δε σου επιτρέπεται πια». Όμως η ψυχολογία λέει κάτι άλλο. Το εσωτερικό παιδί δεν εξαφανίζεται, απλώς αν το αγνοήσεις για χρόνια, επιστρέφει με άλλους τρόπους : άγχος, κυνισμό, συναισθηματική κόπωση.
Οι άνθρωποι λοιπόν, που καταφέρνουν να κρατούν ζωντανή αυτήν τη χριστουγεννιάτικη τρυφερότητα δεν είναι λιγότερο ώριμοι. Είναι απεναντίας πιο συμφιλιωμένοι με τον εαυτό τους και έχουν αποδεχτεί ότι η ζωή δεν είναι μόνο επιδόσεις, στόχοι και αντοχή. Είναι πολλές φορές και απαραίτητες παύσεις αλλά και μικρές τελετουργίες που μπορεί να μην εξυπηρετούν κάτι «χρήσιμο», αλλά κάτι βαθιά ανθρώπινο.
Άλλωστε η ψυχανάλυση μιλά για τη σημασία του συμβολικού. Τα Χριστούγεννα είναι αν το σκεφτείτε γεμάτα από σύμβολα : φως μέσα στο σκοτάδι, επιστροφή στο σπίτι, επανένωση, προσφορά χωρίς αντάλλαγμα. Όταν κάποιος τα αγκαλιάζει όλα αυτά, δεν το κάνει επειδή πετάει στα «σύννεφα», το κάνει όμως γιατί χρειάζεται νόημα. Και το νόημα δε γεννιέται μόνο από την επιβίωση, αλλά από τη σύνδεση.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι όσοι απορρίπτουν πλήρως τη «μαγεία» συχνά μιλούν με έναν τόνο σκληρό και αλαζονικό. «Είναι όλα εμπορικά», «είναι ψεύτικα», ή «είναι υπερβολή». Και ναι αν με ρωτάτε, υπάρχει αλήθεια σε όλα αυτά, όμως να που υπάρχει και κάτι άλλο : η κούραση, η απογοήτευση. Μια εσωτερική ανάγκη να προστατευτεί κανείς από την πιθανότητα να νιώσει και μετά να χάσει.
Γιατί το να πιστεύεις στη μαγεία, ακόμα και για λίγο, σημαίνει ότι εκτίθεσαι. Θυμάσαι ξαφνικά πώς ήταν να περιμένεις. Ε και αυτή η αναμονή πάντα -μεταξύ μας- κουβαλά τον κίνδυνο της διάψευσης.
Όμως οι άνθρωποι εκείνοι που επιτρέπουν στον εαυτό τους αυτήν την πίστη είναι συχνά εκείνοι που έχουν αποδεχτεί ότι η ζωή μπορεί να πληγώνει, αλλά δεν πρέπει και να σκληραίνει ολοκληρωτικά την ψυχή. Δεν αρνούνται τον πόνο, απλώς δεν τον αφήνουν να καταπιεί τα πάντα. Και αυτή η στάση ψυχολογικά συνδέεται με την ικανότητα συναισθηματικής ρύθμισης. Το άτομο δε μένει εγκλωβισμένο στο τραύμα ή στον ρεαλισμό του «τίποτα δεν αλλάζει» αλλά επιτρέπει στον εαυτό του μικρές ανάσες ελπίδας. Και αυτές οι ανάσες, όσο αθώες κι αν μοιάζουν, λειτουργούν προστατευτικά απέναντι στην κατάθλιψη και την υπαρξιακή ματαίωση.
Ίσως λοιπόν, γι’ αυτό τα Χριστούγεννα μας συγκινούν ακόμα και όταν δεν πάνε όλα καλά. Ίσως γι’ αυτό όταν ακούμε στο ραδιόφωνο το “drive home for Christmas» βουρκώνουμε χωρίς να ξέρουμε ακριβώς το γιατί. Δεν κλαίμε για τη γιορτή αλλά για την ανάγκη που έχουμε να νιώσουμε ότι ανήκουμε κάπου. Ότι υπάρχει μια στιγμή μέσα στον χρόνο που επιτρέπεται να είμαστε πιο μαλακοί, πιο ανοιχτοί, πιο ανθρώπινοι.
Και να σας πω και κάτι τελευταίο, η ευτυχία δε βρίσκεται στο αν πιστεύεις ή όχι στη μαγεία των Χριστουγέννων, αλλά βρίσκεται στο αν επιτρέπεις στον εαυτό σου να πιστέψει ότι η ζωή δεν είναι μόνο αντοχή αλλά και τρυφερότητα. Ότι στην τελική δε χρειάζεται να τα ελέγχεις όλα και ότι κάποιες στιγμές αρκεί να ανάψεις ένα φως, να θυμηθείς, να σταθείς.
Και αυτό, μέσα σε έναν κόσμο που μας μαθαίνει να σφίγγουμε τα δόντια και να προχωράμε, είναι από μόνο του μια μικρή, αθόρυβη μορφή ευτυχίας.
Καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα σε όλες τις όμορφες ψυχές…

Συντάκτης: Φραγκούλα Χατζηαγόρου
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη