Λένε πως τα αρώματα σε ταξιδεύουν σαν χρονοντούλαπα απευθείας απ’ το τώρα στα πιο δυνατά σου τότε. Πως οι μουσικές, οι στίχοι, τα τραγούδια σε μεταφέρουν στις πιο καθοριστικές ατμόσφαιρες του παρελθόντος σου. Λένε πως ό,τι σου θυμίζει τον άνθρωπο που σε σημάδεψε, δε σβήνει ποτέ κι επιστρέφει απροειδοποίητα τις πιο άκυρες στιγμές για να σε ταράξει.

Δεν ξεχνάς. Θυμάσαι. Θυμάσαι τα αγγίγματα, θυμάσαι τα βλέμματα, θυμάσαι τους ψιθύρους, τις ανάσες, τις αγκαλιές, τα χείλη που ενώνονταν πυρετωδώς στα σκοτάδια, τα μάτια που λαχταρούσαν, τα κορμιά που ριγούσαν, τα χέρια που ταξίδευαν, τα χαμόγελα που αποπλανούσαν, τα λόγια που έταζαν.

Η μορφή σου μπορεί να ξεθωριάσει κάποτε, όμως δε θα σβήσει ποτέ εντελώς. Το περίγραμμά σου θα διαλυθεί στο χρόνο, όλα θα γίνουν πιο συγκεχυμένα με τον καιρό, όμως γι’ αυτό έχω φυλάξει κάπου δυο-τρεις φωτογραφίες σου κρυμμένες κι από μένα την ίδια. Ίσως υπάρξουν στιγμές που θα έχει ανάγκη η μνήμη να ανακαλέσει πλήρως το πρόσωπό σου, έτσι, ως φόρο τιμής σε όσα ζήσαμε. Θα μπορώ τότε να ξεκλέψω λίγες απ’ τις εκφράσεις σου που με έκαναν να αισθάνομαι σχεδόν υπνωτισμένη, θα επαναφέρω το γέλιο σου, θα ξυπνήσω τις κινήσεις σου, θα ξεγελαστώ ότι για λίγα δευτερόλεπτα σε έχω ξανά μπροστά μου. Μα η φωνή σου;

Το φάντασμά σου όσο ο χρόνος το αλλοιώνει στέκεται όλο και πιο αμίλητο ώσπου στο τέλος θα παραμείνει τελείως βουβό. Βλέπεις, δεν υπάρχει τίποτε που να μπορώ να κάνω για να επαναφέρω πλήρως τη φωνή σου. Κι εκείνη είναι που τελικά μου λείπει, γι’ αυτό, περισσότερο. Μου λείπει περισσότερο γιατί είναι εκείνη που μπορώ να θυμηθώ λιγότερο απ’ όλα. Γιατί μου υπενθυμίζει ότι δε σε έχω και δε θα σε ξαναέχω ποτέ, ότι όσο κι αν προσπαθώ δε θα καταφέρω να συγκρατήσω τα πάντα μέσα μου από σένα, ότι μπορεί τα βράδια εγώ ακόμη να σου μιλάω, όμως εσύ δεν έχεις για μένα καμιά απάντηση πια.

Τη χροιά της φωνής σου όταν με προκαλούσες ψιθυριστά προφέροντας το όνομά μου δε θα την ακούσω ξανά. Άλλη θα την χαίρεται αυτούσια κι αναλλοίωτη, άλλη θα ξεσηκώνει, άλλη θα ηρεμεί, άλλη θα αγαπάει. Η άρθρωσή σου είναι τόσο χαρακτηριστική που κάποτε νόμιζα πως έχει διαμορφωθεί έτσι μόνο και μόνο για να σε ερωτεύομαι εγώ όλο και περισσότερο όταν σε ακούω να μου μιλάς σαν παιδί που εξομολογείται σκανταλιές με όσο πιο χαριτωμένο τρόπο μπορεί για να μην το μαλώσουν. Κι όμως, βαυκαλιζόμουν αφού κανείς δε μένει ποτέ για πάντα εδώ. Ούτε εσύ ούτε εγώ και τώρα πού είσαι να σε βάλω δίπλα μου και να σου ζητήσω να μου μιλήσεις, όπως κάναμε πάντα για όσα μας βασάνιζαν;

Πιο πολύ απ’ όλα θα μου λείψει η φωνή σου. Γιατί τα άυλα δε φυλακίζονται ούτε στη μνήμη ούτε πουθενά. Γιατί όσο κι αν προσπαθείς να τα διατηρήσεις ξεγλιστρούν απ’ τις χαραμάδες της λήθης και σε εκθέτουν, σε αφήνουν σύξυλο απέναντι στα «μου λείπεις» που μουρμουρίζεις στο κενό. Μα εκείνο δεν ανταποκρίνεται. Καμιά φωνή δεν εξομολογείται το ίδιο σε σένα.

Άραγε, θα πρόφερες τώρα αυτό το «μου λείπεις» αν σε είχα κάπου εδώ; Θα άκουγα ξανά την παιδικότητά σου να παραληρεί, να φωνάζει, να τσατίζεται, να πληγώνεται, να ενθουσιάζεται, να με αγαπάει; Θα άκουγα κι εκείνη, τη δεύτερη φωνή σου –εκείνη που κρατούσες για μένα μόνο– να με καυλώνει ανεπανόρθωτα για να με βασανίσει πριν μου τα δώσει όλα; Άραγε νιώθεις κι εσύ πως δεν άξιζε ν’ αφήσουμε τις μορφές μας να ξεθωριάσουν και τις φωνές μας να χαθούν για ένα καπρίτσιο;

Καμιά απάντηση. Μου λείπει η φωνή σου.  Κι ας μην την χρειαζόμουν πάντα για να σε αισθανθώ. Μου λείπει γιατί είναι το πιο τετελεσμένο απ’ όλα, το πιο μακρινό, το πιο εύθραυστο, γι’ αυτό κι επίφοβο.  Μου λείπει η φωνή σου γιατί δεν υπάρχει τίποτε να την αντικαταστήσει ώστε να παραμυθιαστώ ότι σε έχω όταν τα βράδια γίνονται ασήκωτα.

Αγκαλιάζω μαξιλάρια, μυρίζω αρώματα, φοράω μπλουζάκια μα η φωνή σου πουθενά. Σκορπάει στα ποτέ και κοροϊδεύει τα «για πάντα».

 

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη