Το σκηνικό έχει ως εξής. Γνωριστήκατε μέσω κοινών γνωστών, ίσως πάλι βρεθήκατε από μόνοι σας εντελώς τυχαία σε κάποιο ξενυχτάδικο, μπορεί βέβαια και να έδεσε το γλυκό από ένα απλό «Γεια σου, τι κάνεις;» στα inbox κάποιου μέσου κοινωνικής δικτύωσης, καθώς 2019 σχεδόν φτάσαμε, οι διαδικτυακές γνωριμίες είναι πλέον η νόρμα κι όχι η εξαίρεση. Όπως και να έχει, μήνυμα το μήνυμα ήρθατε πιο κοντά, ξεκινώντας από σύντομους διαλόγους αραιά και πού, και καταλήγοντας να αναλύετε την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι σε τακτική βάση, μένοντας συχνά ξύπνιοι μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.

Και δε σε πειράζει η αϋπνία, όχι, κι ας πας στη δουλειά την άλλη μέρα με έναν μαύρο κύκλο μέχρι το γόνατο, κι ας σε παίρνει ο ύπνος πάνω στο θρανίο ή το γραφείο σου, σημασία έχει πως περνάς τόσο καλά όταν μιλάς με τον άλλον, που η έννοια της ξεκούρασης γίνεται πια σχετική κι όχι τόσο απαραίτητη όσο πριν. Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, αν έχεις καταφέρει να κρατήσεις έστω λίγο απ’ τα λογικά σου, συνειδητοποιείς πως ξαφνικά έχεις αρχίσει να σκέφτεσαι όλη μέρα αυτά που σου έγραψε ο άλλος το προηγούμενο βράδυ, να χαμογελάς σαν ηλίθιος στη σκέψη του και να απογοητεύεσαι όταν στις ειδοποιήσεις βλέπεις κάποιο άλλο όνομα πέρα απ’ το δικό του. Σου μύρισε κάτι σαν καπνός; Τότε, μάλλον, κάπου εδώ γύρω, παίζει να υπάρχει και η φωτιά.

Την ψιλοπάτησες με λίγα λόγια, αλλά αυτό δεν είναι το χειρότερο κομμάτι του πράγματος, καθώς, ok, είναι τόσο σπάνιο να κεραυνοβολείσαι στις μέρες μας, που κανονικά θα έπρεπε να το χαίρεσαι όσο μπορείς. Το κακό στο όλο θέμα είναι πως, άπαξ και καταλάβεις πως σου αρέσει κάποιος, αρχίζεις να λογοκρίνεις τόσο τα λεγόμενά σου, όσο και τα γραπτά σου, ακριβώς στο βαθμό που το έκαναν οι χουντικοί κατά τη δικτατορία. Κι όπως τότε απαγορεύτηκαν μεγάλα έργα Ελλήνων και ξένων δημιουργών, έτσι κι εσύ πιάνεις τον εαυτό σου να απαγορεύει λέξεις που μπορεί να οδηγήσουν σε πιο συναισθηματικούς συλλογισμούς και κατ’ επέκταση να σε εκθέσουν.

Αποκρύπτεις, δηλαδή, «μου», χαζοζήλιες, ψιλοπαράπονα και, το σημαντικότερο όλων, βάζεις στο τέλος πολλών προτάσεών σου καρδούλες, που φροντίζεις να σβήνεις πριν καν πατήσεις αποστολή, καθώς η λογική σου ακόμα κρύβεται κάπου εκεί γύρω και σου ρίχνει πού και πού σφαλιάρες, μήπως και συνέλθεις αλλά μάταια, το κακό έχει γίνει.

Πού κολλάνε τώρα οι καρδούλες και γιατί είναι τόσο μεγάλο θέμα ώστε να γραφτεί γι’ αυτές ένα ολόκληρο άρθρο; Είναι, πώς δεν είναι, θα σου πω εγώ· επειδή, αν δεν είσαι από εκείνους τους σαλιάρηδες ανθρώπους που σκορπάνε ψευτοσυναίσθημα (και καρδούλες) δεξιά κι αριστερά, και μετά από καμιά κατοσταριά μηνύματα μην τους είδατε, τότε το συγκεκριμένο emoji το κρατάς για πολύ ειδικές περιπτώσεις, δεν το χαλαλίζεις στην κάθε τυχάρπαστη γνωριμία, ακριβώς επειδή για εσένα όντως σημαίνει κάτι, όπως –γνώμη μου– θα ‘πρεπε να σημαίνει για όλους.

Μπορεί να χρησιμοποιείς μπλε καρδούλες, δίνοντας μια πιο φιλική νότα στην κουβέντα, ίσως μαύρες για να μην μπερδέψεις τον άλλον εντελώς και τον κάνεις να πιστεύει πως είναι στα όρια του friendzoning, ίσως απ’ την άλλη να βάζεις εκείνη τη ροζ, τη διπλή που είναι κάπως πιο ανάλαφρη, στα όρια της παιδικής αφέλειας και κάνει τον άλλο να νιώθει πως την ώρα που του γράφεις μήνυμα είσαι σε μια πιο ευδιάθετη κατάσταση κι ίσως σκας κι από κανένα χαμογελάκι στο πληκτρολόγιό σου. Αλλά κόκκινη καρδούλα ποτέ, καθώς αυτή καμία φορά δεν πρέπει να είναι τυχαία. Μετά την πρώτη της αποστολή, η κατάσταση αλλάζει άρδην και τίποτα πια δεν είναι όπως πριν, αποδεδειγμένα.

Κι όσο περισσότερο αργήσει να πέσει στο chat, τόσο σοβαρότερο προϊόν σκέψης ήταν, άρα τόσο μεγαλύτερο και το κάψιμο που ένιωθε αυτός που λύγισε και την έστειλε πρώτος. Κι αν ανταποδοθεί απ’ την άλλη πλευρά στο αμέσως επόμενο μήνυμα; Εδώ το πράγμα σοβαρεύει ακόμα περισσότερο, καθώς αυτό σημαίνει πως η άλλη πλευρά πήρε το μήνυμα που περίμενε τόσο καιρό, πως το κάψιμο, τέλος πάντων, δεν ήταν μονόπλευρο αλλά αμοιβαίο, και το αμοιβαίο είναι πάντα ωραίο -είτε έχει να κάνει με μίσος, είτε με έρωτα, είτε με ξενέρωμα, είτε με οτιδήποτε αλλά κυρίως με έρωτα.

Και θα επιμείνω λίγο ακόμα στην ωραιότητα της συγκεκριμένης χρονοκαθυστέρησης, καθώς υποδηλώνει πραγματικά συναισθήματα, πάθος και προσμονή για κάτι ακόμα πιο όμορφο· συνήθως σηματοδοτεί μια νέα αρχή κι η αρχή αυτή σίγουρα δεν είναι παραπροϊόν κάποιου «αφού δεν έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε», αλλά ενός ατόφιου «δεν το περίμενα, αλλά κατέληξα να σε γουστάρω από πάνω ως κάτω και τώρα πώς ξεμπλέκω», κι αυτό είναι κάτι που μόλις ριχτεί η πρώτη κόκκινη καρδούλα στο chat, κι ακόμα καλύτερα αν η άλλη πλευρά ρίξει την αμέσως επόμενη, αποτελεί πια αμοιβαία μεν, σιωπηλή δε παραδοχή, μια omerta, που μόνο σε πολύ όμορφα πράγματα μπορεί να οδηγήσει.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη