Η δική μου ιστορία γι’ αυτό το τραγούδι ξεκίνησε αρκετά χρόνια πίσω -περίπου είκοσι- κάπου στην εφηβεία μου. Ήταν καλοκαίρι συγκεκριμένα κι εγώ ήμουν στον «παραθαλάσσιο παράδεισο» -έτσι αποκαλούσα το μέρος που απολάμβανα τις διακοπές με την οικογένειά μου και πλέον μένω μόνιμα.

Ήταν λοιπόν ένα καλοκαίρι υπέροχο, ξέγνοιαστο, γεμάτο γέλια, ήλιο, θάλασσα κι όμορφες στιγμές, ξέρετε απ’ αυτές που μελλοντικά γίνονται οι πιο όμορφες αναμνήσεις. Τα πρωινά στη θάλασσα έως αργά το μεσημέρι, τ’ απογεύματα βόλτες και καφεδάκι και τα βράδια στην παραλία με μουσική κι ενίοτε και καμιά βουτιά.

Σαν να λείπει κάτι όμως από το σκηνικό. Φυσικά ένας καλοκαιρινός, εφηβικός έρωτας. Κι ό,τι κι αν λέμε τη γλύκα ενός καλοκαιρινού κι ιδίως εφηβικού έρωτα δεν τη φτάνει κανένας. Ήταν όλα τόσο αθώα, πρωτόγνωρα κι έντονα -τουλάχιστον εκείνη την εποχή. Πειράγματα, αγκαλιές, φιλιά, κρυφές συναντήσεις κι όλα αυτά τα ωραία.

Ο δικός μου λοιπόν καλοκαιρινός-εφηβικός έρωτας έπαιζε κιθάρα κι έτσι μ’ αυτήν αλλά και τη φωνή του πλαισίωνε τα περισσότερα βράδια μας στην παραλία, γύρω από τη φωτιά. Κάπως έτσι λοιπόν προέκυψε και καθιερώθηκε το «δικό μας» τραγούδι που δεν ήταν άλλο από το «Να μ’ αγκαλιάζεις για να σ’ αισθάνομαι», το οποίο όποτε έπαιζε υπήρχε άτυπος κανόνας στην παρέα ότι θα τραγουδάμε μόνο οι δυο μας.

Και φτάνουμε στο σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, που οφείλω να ομολογήσω ότι περνάω έτσι μια πιεστική, αγχωτική και στρεσογόνα περίοδο, για να μην πω έχουν σπάσει τα νεύρα μου -όπως δυστυχώς συμβαίνει και με τους περισσότερους. Είμαι στην κουζίνα λοιπόν και μαγειρεύω με τη συνοδεία τραγουδιών και κάπου στο δεύτερο-τρίτο κομμάτι της λίστας, σκάει το εν λόγω τραγούδι του Κότσιρα.

Αμέσως άρχισαν να κατακλύζουν το μυαλό μου όμορφες και ξέγνοιαστες αναμνήσεις από τότε. Θυμήθηκα  πόσο πιο εύκολα ένιωθα εκείνα τα χρόνια χαρούμενη, ήρεμη και πώς έβρισκα τρόπο να συνεχίζω με χαμόγελα και τρέλες. Όλες αυτές οι σκέψεις μ’ έκαναν να ξεσπάσω σε κλάματα. Δεν ήταν όμως από στεναχώρια, αντιθέτως ήταν αυτό το κλάμα της λύτρωσης, της θύμησης, της ελπίδας, της ανθρώπινης ανάγκης ν’ αναμοχλεύουμε πού και πού εικόνες του παρελθόντος που κάποτε μας έδωσαν απλόχερα χαρά και χαμόγελα. Κι έτσι συνειδητοποίησα ότι ο τότε έρωτάς μου έκανε -άθελά του βέβαια και χωρίς να το γνωρίζει- πράξη και μάλιστα τόσα χρόνια μετά, έναν από τους στίχους του τραγουδιού που αφιερώναμε ο ένας στον άλλον· «κι αν δεις να χάνομαι να μ’ ανεβάζεις».

 

Έρχονται ώρες
που όλα τα φοβάμαι,
όσα θυμάμαι
κι ακόμα με πονούν.
Αυτές τις ώρες,
να το θυμάσαι,
πλάι μου να `σαι
όταν θα `ρθούν.
Δίπλα μου να `σαι
μαζί σου να με βρούν.

Να μ’ αγκαλιάζεις
για να σ’ αισθάνομαι
κι αν δεις να χάνομαι
να μ’ ανεβάζεις.
Να με ησυχάζεις
και να με νοιάζεσαι,
να με χρειάζεσαι
όπως κι εγώ.

Έρχονται ώρες
που οι σκέψεις με πληγώνουν
και δεν τελειώνουν
τα «πώς» και τα «γιατί».
Γι’ αυτές τις ώρες
κι οι δυο μας φταίμε
κι ό,τι κι αν λέμε
τι ωφελεί.
Φτάνει που κλαίμε
και που είμαστε μαζί.

Να μ’ αγκαλιάζεις
για να σ’ αισθάνομαι
κι αν δεις να χάνομαι
να μ’ ανεβάζεις.
Να με ησυχάζεις
και να με νοιάζεσαι
να με χρειάζεσαι
όπως κι εγώ.

 

Εκτέλεση: Γιάννης Κότσιρας

Στίχοι: Ελένη Ζιώγα

Σύνθεση: Αντώνης Μιτζέλος

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό