Πρώτο έτος στο πολυτεχνείο, δεν ξέραμε τίποτα και τα θέλαμε όλα. Τη βγάζαμε με πέντε ευρώ και πίτσα κρις 1 ευρώ για να πηγαίνουμε σε συναυλίες. Πόσες συναυλίες! Προτιμούσαμε να τρεφόμαστε με τσιγάρα και μπίρες κι αν πονούσε ο λαιμός το γυρνούσαμε σε κανάτες γαλλικού καφέ. Ήμασταν ερωτευμένοι, πονούσαμε από έρωτα.

Σ’ αγαπούσα πολύ, το ξέρεις ελπίζω. Ήταν εκείνη η φορά στο μπλοκ 33, που έκλαιγες με λυγμούς στην αγκαλιά μου που το κατάλαβα. Δεν έχω γνωρίσει άλλη σαν εσένα. Κι έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους. Αγάπησα πολλούς. Βρήκα τον άνθρωπό μου. Το ξέρεις κι αυτό. Μπροστά ήσουν, το έβλεπες να συμβαίνει και δεν ήταν και δα το πιο εύκολο να γίνει. Είμαι καλά τώρα, βρήκα δουλειά, τη δουλειά που πάντα λέγαμε, πήρα το πτυχίο μου επιτέλους. Πολλές φορές σε σκέφτομαι, σε μνημονεύω όταν μου μιλούν για φίλους. Δεν έκανα ξανά, ξέρεις. Όχι όπως ήμασταν εμείς. Δεν το έκανα επίτηδες, όμως. Ήθελα. Δεν έγινε. Τόσοι φίλοι, συγγενείς, όμως κανείς. Γιατί ρε συ, εκείνη τη βραδιά στο μπλοκ 33, εγώ σου είπα κάτι.

Μαζί κι ό,τι γίνει.

Κι εγώ αυτό το τηρώ ακόμη, κι ας μη λέμε ούτε καλημέρα πια. Μια μοναξιά μου την άφησες, και δεν ξέρω αν ποτέ θα καταφέρω να κλείσω τη γαμημένη την τρύπα. Ούτε Μποφίλιου άκουσα ξανά από τότε. Απόψε όμως, θα κάνω μια αφιέρωση. Έτσι, γιατί μπορώ.

Να είσαι καλά λοιπόν και να μη νιώθεις μόνη. Γιατί εγώ, δεν έφυγα ποτέ.

 

Καλλιτέχνης: Μποφίλιου Νατάσα
Άλμπουμ: Δεύτερη ακρόαση της Μικρής Άρκτου
Συνθέτης: Τσίρκας Κώστας
Στιχουργός: Ευαγγελάτος Γεράσιμος

Σαν παιδιά χωρίς γονείς όλοι εμείς
Μετά τις δώδεκα στα σπίτια μας γυρνάμε
Τόσοι φίλοι, συγγενείς κι όμως κανείς
Ένα τηλέφωνο να μάθει πώς περνάμε

Τα παιδιά που συναντώ, όταν θα βγω
Έχουν παράπονα που μοιάζουν στα δικά μου
Πίνουν, καπνίζουν κι αγαπούν όπως εγώ
Όμως κανένας τους δεν ήρθε πιο κοντά μου

Γι’ αυτό κι εγώ θα κοιμηθώ με το παράθυρο ανοιχτό
Να μετρηθώ με τη ζωή που μου ‘χει μείνει
Γι’ αυτό κι εγώ θα κοιμηθώ κι όταν ξυπνήσω πριν ντυθώ
Θα νικηθώ μ’ έναν καφέ και μια ασπιρίνη

Σαν παιδιά χωρίς γονείς πόσο να πιεις
Να δεις διπλά όσα και μόνα τους πονάνε
Πόσα χρόνια ν’ αρνηθείς προτού τα δεις
Μπροστά στα μάτια σου χαμένα να περνάνε

Τα παιδιά που συναντώ μελαγχολούν
Βλέπουν το μέλλον σαν αγάπη που ‘χει αργήσει
Κάνουνε όνειρα τις νύχτες, όταν πιουν
Κι όμως κανείς τους δεν τολμάει να τα ζήσει

Γι’ αυτό κι εγώ θα κοιμηθώ με το παράθυρο ανοιχτό
Να μετρηθώ με τη ζωή που μου ‘χει μείνει

Γι’ αυτό κι εγώ θα κοιμηθώ κι όταν ξυπνήσω πριν ντυθώ
Θα νικηθώ μ’ έναν καφέ και μια ασπιρίνη

Γι’ αυτό κι εγώ θα κοιμηθώ με το παράθυρο ανοιχτό
Να μετρηθώ με τη ζωή που μου ‘χει μείνει

Γι’ αυτό κι εγώ θα κοιμηθώ κι όταν ξυπνήσω πριν ντυθώ
Θα νικηθώ μ’ έναν καφέ και μια ασπιρίνη.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου