Ήμουν δεν ήμουν εννέα χρονών και προ παραμονές των Χριστουγέννων, ακούω τον πατέρα μου να σιγοψιθυρίζει ένα τραγούδι. «Μπαμπά τι τραγούδι είναι αυτό;» τον ρωτάω.

«Είναι τα κάλαντα του χωριού παιδί μου. Του Αυγερινού Κοζάνης. Κάθε παραμονή, όταν ήμασταν κι εμείς παιδιά σηκωνόμασταν από τις δύο το βράδυ για να ετοιμαστούμε. Η μάνα μου είχε ετοιμάσει από νωρίς τα ρούχα μας κι είχε ξελασπώσει τα παπούτσια ώστε να δείχνουν όσο πιο καινούργια γίνονται. Ρίχναμε λίγο νερό από την κανάτα στο πρόσωπό μας, ντυνόμασταν γρήγορα-γρήγορα,περνούσαμε στα χέρια μας την τζομπανίκα -ένα μεγάλο ξύλο σε σχήμα Τ- και τον τρουβά -ένα μεγάλο σακούλι από πρόβειο μαλλί- μας σταύρωνε και τραβούσαμε για την πλατεία του χωριού όπου θα συναντούσαμε τα υπόλοιπα παιδιά κάτω από τον μεγάλο πλάτανο. Κάποια είχαν φροντίσει να έχουν μαζί τους και δαδιά γιατί ακόμα δεν είχε ξημερώσει και φώτα το χωριό στους δρόμους δεν είχε.

Μήτε κρύο υπολογίζαμε τότε, μήτε χιόνι. Εμείς έπρεπε να γεμίσουμε τους τρουβάδες μας με φιλέματα και τα σπίτια με ευχές. Ξεκινήσουμε λοιπόν για τα κάλαντα. Τραγουδούσαμε σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Έβγαινε το λαρύγγι μας από το τραγούδι. Σταματούσαμε σε κάθε σπίτι, χτυπούσαμε με την τζουμπανίκα δυνατά την πόρτα και βάζαμε όλη τη δύναμη της φωνής μας για να γεμίσει το σπίτι του νοικοκύρη από ευχές. Τότε δεν υπήρχε σπίτι που δεν άνοιγε την πόρτα. Ήταν κακοτυχιά να μην ανοίξεις για τα κάλαντα. Η οικοδέσποινα μάς γέμιζε τον τρουβά με σύκα, κάστανα, πίτες και αν ήμασταν και τυχεροί -σπάνια όμως- μας έχωνε και μερικές καραμέλες οι οποίες ήταν είδος πολυτελείας για τα σπίτια του χωριού. Αφού γυρίζαμε όλο το χωριό και χάραζε ο ήλιος, μαζευόμασταν στην πλατεία καθόμασταν κάτω από τον πλάτανο και μοιράζαμε ό,τι είχαν μέσα οι τρουβάδες μας. Άλλες εποχές παιδί μου. Δύσκολα χρόνια, φτωχικά αλλά γεμάτα από αγάπη».

 

Ένα μικρό μικρούτσικο σπυρί μαργαριτάρι

Η μάνα του το έλουζε και στο χωριό το στέλνει

Και ο δάσκαλος το καρτερεί με μια μικρή βεργούλα

Παιδί μου πουν τα γράμματα παιδί μου που ‘ναι ο νους σου;

Τα γράμματα είναι στο χαρτί και ο νους μου πέρα ως πέρα

Περά περά στις όμορφες πέρα στις μαυρομάτες

Που χουν το μάτι σαν ελιά το φρύδι σαν γαϊτάνι

Σε αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε πέτρα να μην ραγίσει

Και ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρονιά να ζήσει.

 

Ευχαριστώ την μικρή Ζωή για τη συμμετοχή της στο τραγουδιστικό κομμάτι.

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Θάλεια Διαμαντούλη