Όσοι από εμάς ξάπλωσαν στην καρέκλα του ψυχολόγου γνωρίζουν πως η ψυχοθεραπεία είναι μια αρκετά περίπλοκη και δύσκολη, αρχικά, διαδικασία και απαιτεί μεγάλη προσπάθεια και ψυχική αντοχή. Είναι η διαδικασία αυτή που σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου, με τα τραύματα και τα βιώματά σου, με τον εσωτερικό σου κόσμο αλλά και με τις επιλογές τις δικές σου ή μ’ επιλογές άλλων ανθρώπων που είχαν άμεσο αντίκτυπο στη δική σου ζωή. Κι οφείλουμε να ομολογήσουμε πως αρχικά εκπλήσσεσαι μ’ όσα ανακαλύπτεις κατά τη διάρκειά της, γιατί μέχρι τότε ίσως έτρεφες την ψευδαίσθηση ότι σε γνωρίζεις αρκετά καλά, μέχρι που τελικά ήρθε η στιγμή που η άποψη σου αυτή ανατράπηκε.

Η αλήθεια είναι επίσης πως μετά απ’ τις πρώτες επισκέψεις στον ψυχοθεραπευτή σου μάλλον βιώνεις ένα έντονο σοκ. Μπορεί να βγαίνεις μέσα απ’ το γραφείο του και μόλις γυρίζεις στο σπίτι σου να βάζεις τα κλάματα ή να κλαις έντονα κατά τη διάρκεια της συζήτησης, όταν ο πόνος σου είναι αρκετά έντονος και τα συναισθήματά σου ξεχειλίζουν. Νιώθεις πως το κεφάλι σου είναι σαν ένα κουβάρι από άτακτες σκέψεις κι από σκόρπια συναισθήματα που σού δημιουργούν τόσο τεράστια σύγχυση και δεν μπορείς να βάλεις τίποτα σε μια σειρά.

Το πιο δύσκολο ίσως που βιώνεις κατά τη διάρκειά της ψυχοθεραπείας σου είναι οι εσωτερικές συγκρούσεις, ιδίως όσο σιγά-σιγά εκμαιεύονται πτυχές του εαυτού σου, τις οποίες κρατούσες κάπου καλά κουκουλωμένες, είτε γιατί απέφευγες να έρθεις σε επαφή μαζί τους και να τις κοιτάξεις κατάματα αντιμετωπίζοντάς τες, είτε γιατί δεν αντιλήφθηκες ποτέ ότι υπάρχουν.

Κάπως έτσι μπορεί να περάσουν χρόνια, στα οποία εσύ προσπαθείς μανιωδώς να ξετυλίξεις αυτό το κουβάρι και να καταφέρεις τελικά να συμφιλιωθείς με το είναι σου. Μία από τις πιο βασικές συγκρούσεις που καλείσαι να αντιμετωπίσεις όμως, είναι κι η σχέση που έχεις διαμορφώσει με τους γονείς σου αλλά και τα κατάλοιπα αυτής της σχέσης μέσα σου. Οι γονείς σου είναι οι άνθρωποι που σε έφεραν στη ζωή κι αρχικά διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα σου και την προσωπικότητά σου μ’ έναν τρόπο υποσυνείδητο. Μια απ’ τις πρώτες ερωτήσεις λοιπόν στην οποία καλείσαι να δώσεις απάντηση κατά την ψυχοθεραπεία σου είναι «πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;». Τότε μπαίνεις στη διαδικασία να επαναφέρεις στο μυαλό σου αναμνήσεις και βιώματα που από καιρό είχες ξεχασμένα ή θέλησες να ξεχάσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις.

Εκεί είναι που αρχίζεις να συνειδητοποιείς πως ορισμένα απ’ αυτά τα βιώματα αποτελούν εν τέλει και τα εμπόδια στον δρόμο σου κι άρα έρχεσαι σε καθημερινή σχεδόν επαφή μαζί τους. Οι αναμνήσεις εκείνες, που σαφώς δεν είναι πάντοτε ευχάριστες. Εσύ γνωρίζεις καλύτερα από κάθε άλλον άνθρωπο πόσο μπορεί οι γονείς σου να σ’ έχουν αδικήσει ή πόσο να σ’ έχουν πληγώσει ορισμένες φορές. Μπορεί να το έκαναν με τις πράξεις τους κι άλλες φορές τα λόγια τους σε πόνεσαν τόσο, ώστε να δημιουργήσουν στην ψυχή σου τραύματα και πληγές που παλεύεις μανιωδώς καιρό τώρα να θεραπεύσεις.

Κι ενώ κατακλύζεσαι από αρνητικά συναισθήματα όπως θυμό, οργή, πόνο, δεν ξέρω αν το χειρότερο συναίσθημα είναι τελικά το να νιώθεις αρνητικά συναισθήματα ή το να μη νιώθεις κανένα απολύτως συναίσθημα. Να κυριαρχεί δηλαδή μέσα σου ένα κενό. Γιατί τουλάχιστον μέσα απ’ την ύπαρξη αρνητικών συναισθημάτων έχεις ένα μπούσουλα για να εντοπίσεις τις αιτίες που σού τα προκαλούν και να βαδίσεις προς τη θεραπεία. Μέσα όμως απ’ το κενό δεν έχεις καμία κατευθυντήρια γραμμή πάνω στην οποία μπορείς να περπατήσεις, παρά μονάχα σπασμένα άτακτα κομμάτια του εαυτού σου να μαζέψεις και να τα συναρμολογήσεις στο δυσκολότερο παζλ που θα μπορέσεις να συνθέσεις ποτέ σου.

Είναι κι οι φορές που τόσα πολλά ερωτήματα μέσα σου ψάχνουν για απαντήσεις. «Μαμά γιατί το έκανες αυτό; Μαμά γιατί δε μου το έμαθες εκείνο; Μπαμπά γιατί μού μίλησες μ’ αυτόν τον τρόπο; Ήσουν μάλλον άδικος μαζί μου ή ο τρόπος σου δεν ήταν κι ο πιο κατάλληλος για να μού δώσεις να καταλάβω πως θες όντως το καλό μου, ότι το είπες γιατί με αγαπάς». Ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που κατηγορείς και χτuπάς ή τιμωρείς τον εαυτό σου λέγοντας πως εσύ φταις που δεν τα κατάφερες, που δεν τα πήγες αρκετά καλά επειδή δεν άκουσες τους γονείς σου και δεν έκανες το «σωστό», που σε συμβούλευσαν αυτοί.

Αναρωτιέσαι αν φταις εσύ που η ζωή σου έχει τώρα τέτοια χάλια. Ή μήπως δε φταις εσύ αλλά κάποιος άλλος. Έτσι έρχονται στιγμές που δε θέλεις να τους δεις μπροστά σου και ξεχειλίζεις από οργή κι από θυμό. Στιγμές που φωνάζεις ή κλαις και που εύχεσαι να μην είχες βιώσει τίποτα απ’ όλα αυτά. Ενώ απ’ την άλλη έχεις μια τάση σαν εσωτερική ανάγκη να τούς δικαιολογείς και το μόνο που θες είναι να μπεις μέσα στην αγκαλιά τους για να κρυφτείς απ’ ό,τι σε πονάει –κι αν όμως είναι εκείνοι οι άνθρωποι που σε πονάνε, σε ποια αγκαλιά θα πρέπει να τρέξεις και να ψάξεις την ασφάλεια;

Κι εδώ είναι που δημιουργείται μέσα σου η σύγχυση μεταξύ ασφάλειας κι ανασφάλειας, ο πόλεμος μεταξύ θυμού κι αγάπης, η μάχη ανάμεσα σ’ αυτό που θα έπρεπε να έχουν κάνει και σ’ αυτό που τελικά έκαναν. Καλείσαι επομένως να παλέψεις με αμφίσημα και διπλά μηνύματα, να διαχωρίσεις καταστάσεις και ν’ αξιολογήσεις συμπεριφορές. Να ζυγίσεις τα υπέρ και τα κατά αυτής της σχέσης και να κρατήσεις μόνο όσα θα σε βοηθήσουν να εξελιχθείς στην καλύτερη εκδοχή σου.

Τα ψυχικά τραύματα είναι αόρατα αλλά πάντα παρόντα σε όλη μας της ζωή. Χρειάζονται καιρό κι αρκετή φροντίδα για να επουλωθούν κι ίσως να μην κλείσουν και ποτέ εξ ολοκλήρου. Είναι επομένως ό,τι πιο φυσιολογικό να νιώθεις θυμωμένος με τους γονείς σου κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας σου. Αυτό σημαίνει πως τότε σίγουρα κάτι πάει σωστά. Τότε ξέρεις πως έχεις ψάξει μέσα σου κι έχεις εντοπίσει το τραύμα. Κι αυτή είναι κι η αρχή της θεραπείας των πληγών σου. Αγκάλιασέ τες, αγάπησέ τες κι η ίαση θα έρθει. Μαζί κι ο καλύτερος εαυτός σου!

Συντάκτης: Έλενα Τσιολάκη
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος