Όλοι λίγο-πολύ έχουμε πιάσει αναστεναγμούς στον αέρα που τελικά είχαν βγει από μέσα μας εν αγνοία μας ή έχουμε ξυπνήσει πρωινά με ανεξήγητο βάρος στο στέρνο. Έχουμε κοιτάξει τον ήλιο έξω κι ενώ τα πουλιά κελαηδούσαν, εμείς απλώς τα προσπεράσαμε και πήγαμε να ξεκινήσουμε την ημέρα με βαριά αόρατα βήματα.

Όλοι λίγο πολύ έχουμε αντικρίσει γνήσια χαμόγελα που δε μας επηρέασαν, έχουμε κάνει συζητήσεις που παλιότερα θα μας συνάρπασαν, όμως τότε μόνο μας κούρασαν. Να αυτή είναι η σωστή λέξη· όλοι έχουμε νιώσει κουρασμένοι, βαριεστημένοι, σε τέλμα ή όπως αλλιώς ταιριάζει καλύτερα στον καθένα. Αυτή είναι η λούμπα. Η λούμπα του εαυτού μας και της κοινωνίας.

Μπουρδουκλωνόμαστε με σκέψεις, με κανόνες και πρέπει, με «θέλω» και «γιατί», με δουλειές που δε μας ικανοποιούν, με σχέσεις συμβιβαστικές κι ανάγκες πλαστές, εικονικές που ίσως ποτέ να μη μας ικανοποιήσουν πραγματικά, που ίσως απλά υπάρχουν γιατί κάποια στιγμή νομίσαμε πως αυτό ήταν που χρειαζόμασταν.

Το θέμα όμως είναι ότι αλλάζουμε. Αλλάζουμε κάθε μέρα· κάθε καινούριο μήνα είμαστε άλλοι, έστω κι αν είναι μόνο οι άκρες του χαρακτήρα που έχουν φορμαριστεί. Κάθε νέος χρόνος μας βρίσκει αλλιώτικους, ακόμα κι αν εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε καταλάβει το νέο μας «κούρεμα», τις καινούριες υφές και γεύσεις που μας χαρακτηρίζουν. Έτσι, συνεχίζουμε και συνεχίζουμε με τις ίδιες επιλογές, με τις ίδιες συνήθειες και τα ίδια βάρη. Ο δρόμος ευθύς, ξεκάθαρος, οικείος, αλλά κάτι ξενίζει.

Η λούμπα φταίει κι αρχίζει να παίρνει μορφή όταν οι αλλαγές είναι πολύ διαφορετικές από όσα είχαμε συνηθίσει, όταν πια δεν επικοινωνούν, δε μιλούν σωστά κι έχουν βγάλει μαχαίρια μεταξύ τους. Όταν τα θέλω του τώρα έχουν αλλάξει από εκείνα του τότε. Τότε κουραζόμαστε, πέφτουμε ψυχολογικά, τρωγόμαστε και δεν ξέρουμε πού να ξύσουμε, θέλουμε να φάμε, αλλά δεν ξέρουμε ότι πεινάμε, χρειαζόμαστε μα βλέπουμε μόνο τείχος ή γκρεμό.

Το μυστικό για να ξορκίσουμε μακριά την άσχημη συνήθεια και να νιώσουμε ελεύθεροι και ζωντανοί ξανά μπορεί να έρθει μόνο από εμάς κι απ’ τα χέρια τα τρεμάμενα που φοβούνται το νέο και «ξένο». Χρειαζόμαστε όμως να κάνουμε πράγματα που μας γεμίζουν συναισθηματικά κι ενεργειακά, όσο κι αν μας φαίνεται δύσκολο να «ξεβολευτούμε» και να προσπαθήσουμε.

Ας ψαχτούμε μ’ ένα χόμπι που δεν ξέραμε καν την ύπαρξή του ή ας πιάσουμε κάποιο που όταν ήμασταν μικροί μας έκανε ν’ ανυπομονούμε για την επόμενη φορά. Ας πάμε μια βόλτα στη θάλασσα, ακόμα και χειμώνας να είναι, ακόμα και μόνοι να είμαστε. Ας κανονίσουμε πεζοπορία ή ορειβασία κι ας μην το έχουμε ξανακάνει. Ας ακούσουμε μουσική στη διαπασών ή ας φάμε μια ολόκληρη πίτσα. Απ’ το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο παράδειγμα, το σημαντικό είναι να χαιρόμαστε και να γουστάρουμε τη διαδικασία, την αλληλεπίδραση με τον εαυτό μας και τους γύρω μας.

Να επικοινωνούμε κι εκφραζόμαστε όπως το έχουμε ανάγκη κι όχι όπως έχει περαστεί στον φίλο, κολλητή ή παρέα. Αν τα άτομα δε μας πληρούν πια, είτε αλλάζουμε με συζήτηση τη σχέση ή ελαττώνουμε κι αναζητούμε νέα πιο ταιριαστά μυαλά. Γιατί ένα απ’ τα πιο ουσιαστικά πράγματα είναι να έχεις ανθρώπους που σε καταλαβαίνουν και καταλαβαίνεις, που σε νιώθουν και τους νιώθεις, που γελάτε και δύσκολα σταματάτε. Όσο τρομακτικό και λυπηρό να είναι, αν οι διαφορές μας ρίχνουν, πρέπει να πάρουμε μια βαθιά ανάσα και να κάνουμε το καλύτερο για εμάς.

Οι νέοι στόχοι ή η ανανέωση των παλιών είναι κάτι ακόμα που μάλλον χρειαζόμαστε, αλλά δεν το έχουμε μυριστεί. Το ότι στα δεκαοχτώ επιλέξαμε την τάδε σχολή για τον οποιοδήποτε λόγο, δε σημαίνει ότι πρέπει και να την τελειώσουμε με το στανιό. Το ότι η δουλειά που κάνουμε τώρα δίνει πολλά λεφτά, δε συνεπάγεται ότι είναι για εμάς και θ’ αντέξουμε για πολύ ακόμα να την κάνουμε.

Το να κοιτάξουμε τα χαρτιά στο τραπέζι και να τους αλλάξουμε θέσεις, να πετάξουμε κάποια ή να φέρουμε νέα απ’ το συρτάρι, είναι κάτι ζωτικό για να νιώσουμε το χαμόγελο στα χείλη ξανά, για να νιώσουμε ζωντανοί και δυνατοί ξανά, ότι κρατάμε πράγματι τη ζωή στα χέρια μας κι ότι δε μας οδηγεί από μόνη της κάπου στο γνωστά άγνωστο, ότι δεν είμαστε ανίσχυροι και πιόνια που τα πηγαίνουν πέρα-δώθε χωρίς βούληση.

Γιατί αυτό κάνει η λούμπα, αυτά μας κάνει να νιώθουμε κι αισθανόμαστε πνιγμένοι, κουρασμένοι, χωρίς δύναμη και νεύρο κι αυτό είναι που μας ενοχλεί, έστω κι υποσυνείδητα. Δεν είμαστε πλάσματα οι άνθρωποι που τους αρέσει να έχουν κλειστά τα μάτια και να εκτελούν διαταγές. Είμαστε μάχιμοι, ενεργοί και δραστήριοι.

Γι’ αυτό ας πολεμήσουμε τη συνήθεια, ας τσιγκλήσουμε μόνοι τον εαυτό μας γιατί όσο και να το φοβόμαστε, είμαστε οι μοναδικοί που μπορούμε να ξυπνήσουμε και ν’ ανασκουμπώσουμε αληθινά τον εαυτό μας. Κι όσο τρομακτικό κι αν είναι, όσο και να μην τρελαινόμαστε να το κάνουμε, αυτό είναι που μας δίνει τη δύναμη μετέπειτα· ότι το κάναμε μόνοι, ότι τα καταφέραμε, βγήκαμε απ’ τη λούμπα και συνεχίζουμε δυνατά κι έντονα. Ας συνεχίσουμε δυνατά κι έντονα με νέα χρώματα.

Συντάκτης: Μαρία Α. Καρμίρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη