Κάθεσαι, αράζεις κι ένας μπαμπάς ή μια μαμά ή ακόμη κι η θεία της γάτας έρχεται και σε ρωτάει προς τι τα μούτρα. Ποια μούτρα; «Μα αφού είσαι λυπημένη, φαίνεται στο πρόσωπό σου, δεν είσαι καλά, μίλησε μου» επιμένουν κι εσύ αρχίζεις να εκνευρίζεσαι, γιατί βγάζουν πράγματα απ’ το κεφάλι τους και δε χάνουν την υπομονή κι επιμονή, εξακολουθώντας να προσπαθούν να λύσουν το μυστήριο της «σκοτεινιασμένης σου έκφρασης», σαν το Σέρλοκ της νέας εποχής.

Τρέμε Cumberbatch! Κι αφού γίνεσαι ειρωνικός, συνειδητοποιείς ότι ο εκνευρισμός σου αυξήθηκε περισσότερο απ’ όσο σε κάθε άλλη στιγμή. Βρε, μήπως έχει δίκιο; Και ξεκινάς την εσωτερική αναζήτηση· αρχίζεις με το φτυάρι στο χέρι κι όταν ξεπεταχτεί ο πρώτος «θησαυρός», τελειωμό δεν έχει. Γιατί ρωτάς; Γιατί είσαι στη μέση της δεύτερης δεκαετίας της ζωής σου στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα. Τι άλλη εξήγηση θέλεις;

Η εξεταστική τελείωσε. Σε τέτοια ηλικία κι η σχολή συνεχίζεται. Κάθε εξεταστική και δυσκολότερη, κάθε μάθημα κι άλλη πάλη να πετάξεις από πάνω σου τα δεσμά της προσωπικής σου απειθαρχίας, να στρωθείς και να μάθεις την καταραμένη ύλη.

Κάθε εξεταστική αντιμέτωπος με τους ίδιους και νέους δαίμονες. Και πώς στο κάλο τους ξεπερνάς; Τι πρέπει να κάνεις; Αφού το σύστημα είναι τέτοιο, που σε οδηγεί σ’ αυτήν την κατάσταση, εξετάζοντάς σε μία φορά ανά έξι μήνες και περιμένοντας να είσαι τύπος και υπογραμμός. Μα πώς λέω!

Αφού κι απ’ το σχολείο, κατά τα δώδεκα μαθητικά σου χρόνια, το ίδιο πράγμα συνέβαινε. Πώς περιμένουν ξαφνικά στο πανεπιστήμιο να μεταμορφωθείς στο συνεπή «Ευρωπαίο» φοιτητή; Αναστενάζεις και για κάποιο λόγο ακούγεσαι πιο πολύ σαν μουλάρι.

Κι αν δε φταίει μόνο αυτό; Η φίλη σου πώς την έβγαλε στα είκοσι τρία; Άλλοι τελείωσαν πέρυσι. Τι γίνεται με σένα; Τι διαφορές μπορείς να παρατηρήσεις μεταξύ σας; Αυτοί, είτε είχαν περάσει στην πρώτη τους επιλογή, είτε έμαθαν ν’ αγαπούν τη σχολή. Ώπα. Πολύ αυθόρμητα βγήκε αυτό. Εννοείς ότι μπορεί να είσαι στο έβδομο έτος και να μη σ’ αρέσει η σχολή; Μιλάς σοβαρά; Και τι θα κάνεις τώρα;

Σπατάλησες εφτά ολόκληρα χρόνια απ’ τη ζωή σου για να καταλήξεις στο ότι δεν είναι αυτό που πραγματικά θέλεις; -Συγχαρητήρια, ρε!- «Κι εις ανώτερα!», δίνεις τα εύσημα στον εαυτό σου και το ξενέρωμα έχει φτάσει στο μισό του σώματός σου, αλλά έχεις την αίσθηση ότι δεν έχει τελειώσει, ούτε κατά διάνοια ο εσωτερικός μονόλογος της εξερεύνησης.

Ωραία, κι αν δεν είσαι στο σωστό μέρος, πού θέλεις να είσαι; Τι αγαπάς εσύ; Πού ανήκει η καρδιά, ώστε ν’ ακολουθήσει και το μυαλό; Γιατί να ξέρεις, μ’ αυτό το σκεπτικό πρέπει να επιλέξεις, αν είναι να κατευθυνθείς αλλού, μην κάνουμε πάλι το ίδιο λάθος. Αυτή τη φορά πρέπει να είμαστε σίγουροι, πρέπει να το θέλουμε αληθινά, ώστε να μη βρεθούμε πάλι ξεκρέμαστοι. Και πώς να ήξερες τι θέλεις να κάνεις για το υπόλοιπο της ζωής σου στα δεκαοχτώ; Εδώ δεν ήξερες να μαγειρεύεις.

«Για το υπόλοιπο της ζωής σου» είπες; Θα ζεις για να δουλεύεις, σ’ έναν κόσμο όπου είσαι το πιόνι της βιομηχανίας και της σιχαμερής πλευράς της παγκοσμιοποίησης. Πώς να θέλεις να καταπιαστείς με κάτι νέο, έχοντας στο μυαλό σου ότι και να βρεις πού ανήκεις, θα πρέπει να μπεις στα καλούπια της σύγχρονης κοινωνίας; Πώς να πασχίσεις ή έστω να προσπαθήσεις, ενώ φαινομενικά δεν έχεις επιλογή στην εξέλιξη της ζωής σου;

Και να πεις ότι είναι προαποφασισμένο από τη μοίρα, θα του έδινε μια πιο ρομαντική κι αισιόδοξη νότα. Αλλά όχι απ’ τους ηγέτες του πλανήτη. Αυτό είναι ελεεινό.

Καταλαβαίνεις την αλήθεια· παντού με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η κατάσταση θα είναι η ίδια κι η σκέψη να φύγεις στο εξωτερικό, μπας κι ανοίξουν οι φτερούγες σου ψυχανεμίζεται εύκολα. Ούτως ή άλλως, πώς θ’ άφηνες τους δικούς σου; Μπορεί να εκνευρίζεσαι λόγω των υποσυνείδητων, χαοτικών προβληματισμών σου, αλλά δε θέλεις να τους χάσεις, έστω και προσωρινά. Δε θα έπρεπε, όμως, να βάζεις εσένα και το καλό σου ως προτεραιότητα; Ο καθένας έχει τη ζωή του.

Ναι, αλλά κάπου στο βάθος αχνοφαίνεται κι ο έρωτας. Θα τον πέταγες απλώς στα σκουπίδια; Αφού έχεις να ερωτευτείς τόσο καιρό κι η τελευταία φορά ήταν μ’ ένα μαλάκα. Και ποιος σου λέει ότι κι ο νέος σου έρωτας δε θα είναι; Ποιος σου λέει ότι όλος ο περίγυρος σου, που εσύ σκέφτεσαι ότι δε θέλεις ν’ αφήσεις πίσω, ενδιαφέρεται όντως για σένα; Τόσα ακούς για γνωστούς, ακόμη και για φίλους. Αν είσαι κι εσύ μέσα σ’ αυτούς τους τυφλούς; Αν οι σχέσεις σου δεν είναι ουσιαστικές κι αληθινές; Αν χαραμίζεις ενέργεια και χρόνο σε λάθος πλάσματα;

Γαμώτο! Τελειωμό δεν έχουν οι συνειρμοί και σε λίγο θα δυσκολεύεσαι ν’ ανασάνεις. Οπότε, ανάσανε. Βαθιά εισπνοή, αργή εκπνοή. Δε χρειάζεται να βρεις λύση για τα πάντα αυτήν τη στιγμή, δεν επιβάλλεται να λύσεις και το μυστήριο του Τριγώνου των Βερμούδων. Ηρέμησε και πιάστα ένα-ένα.

Είναι πιο ελαφριά η βαλίτσα με λίγα πράγματα μέσα και θα την μετακινήσεις γρήγορα κι ανώδυνα έτσι. Προσπάθησε να μείνεις αισιόδοξος. Μην αφήνεις τη φωνή στο υποσυνείδητό σου, που έχει πλάσει η κοινωνία, να σε αποθαρρύνει, να σε χαστουκίσει και να σ’ αποπάρει. Θα τα καταφέρεις κι η ολοκληρωτική αλλαγή, θα ‘ρθει απ’ την προσωπική αλλαγή σου. Kάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, για να είσαι καλά.

Τότε, όλα θα εξηγούνται και θα λύνονται άνετα. Ένα πράγμα τη φορά με ψυχραιμία και τη σκέψη στην ψυχική σου ικανοποίηση. Έχε καρδιά προπάντων. 

 

Επιμέλεια κειμένου Μαρίας Α. Καρμίρη: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Μαρία Α. Καρμίρη