Αποκλείεται να μη σου έχει τύχει κι εσένα! Να ξυπνάς το πρωί, εντελώς με το ζόρι, έχοντας τη χειρότερη διάθεση, ξέροντας πως η μέρα θα ‘ναι αποτυχημένη και μίζερη μέχρι αηδίας. Συν ότι ο καιρός είναι χάλια κι έχει ψοφόκρυο. Θέλεις να κάνεις μπάνιο, αλλά προφανώς δεν έχει ζεστό νερό. Η οδοντόκρεμα έχει τελειώσει από καιρό κι απλά έχεις ξεχάσει να αγοράσεις καινούργια. Όλα πάνε λάθος. Δεν έχεις τι να βάλεις ή μάλλον έχεις, αλλά είναι είτε βρόμικο είτε τσαλακωμένο -και δεν έχεις χρόνο να το σιδερώσεις.

«Μη σκέφτεσαι αρνητικά!» σου λέει η μάνα σου πάντα, αλλά το κάνεις έτσι κι αλλιώς. Πας να προλάβεις το λεωφορείο που μισείς. Γιατί το μισείς; Να γιατί, γιατί μόλις πέρασε θρασύτατο απ’ τη στάση και εσύ τρέχεις να το προλάβεις. «Σκασμένο! Μη σώσεις!» του φωνάζεις και συνειδητοποιείς πως το επόμενο έρχεται σε είκοσι λεπτά -και, μάντεψε, εσύ έχεις ήδη αργήσει. Παρεμπιπτόντως πάντα αργείς. Το επόμενο λεωφορείο προφανώς κι είναι γεμάτο με κόσμο και –καθόλου– ευχάριστες οσμές από παντού φτάνουν στα ρουθούνια σου.

«Υπομονή, μην αρχίζεις τις υπερβολές!» θα σου ‘λεγε η μάνα σου και πάλι. Άντε καλά, λες και σφίγγεις τα δόντια. Κατεβαίνεις και –τι καλά!– πιάνει βροχή, εννοείται χωρίς να ‘χεις ομπρέλα κι εννοείται πως κρατάει μόνο για όσο κυκλοφορείς στο δρόμο, ίσα για να γίνει μούσκεμα. Και κάπως έτσι, χαλάει κι η άλλη μισή ιδέα καλής διάθεσης που σου είχε απομείνει. «Ας με πατήσει ένα αυτοκίνητο ή το τραμ να τελειώνουμε!», λες στον εαυτό σου και καυχιέσαι για την τύχη σου.

Α, ναι, τύχη. Ε, δεν έχεις καθόλου. Όχι μόνο σήμερα, γενικά ποτέ δεν είχες. «Όλοι τα ίδια λένε» θα σου πουν. Για σένα ισχύει και δε σε νοιάζει στην τελική για τους άλλους. Σε σένα πάνε όλα λάθος. Περνάς το δρόμο βιαστικά κι εκεί που απλά καταριέσαι το σύμπαν, βλέπεις το πρώην αίσθημα! Ναι, τι περίμενες να τελείωνε εκεί; Όχι, θα ξεφτιλιστείς κι άλλο.

Είναι μπροστά σου κι όχι μόνος. Στέκει καμαρωτά με τη σχέση του, κι εσύ απλά εύχεσαι να τους πατήσει το τραμ που περνά από πίσω. Το ίδιο που ήθελες να πατήσει κι εσένα λίγα λεπτά πριν. Να πας πίσω δεν μπορείς, γιατί δεν έχεις χρόνο για χάσιμο. Αναγκαστικά θα τους αντιμετωπίσεις. Βγάζεις κινητό και βάζεις μπροστινή κάμερα να δεις αν η εικόνα σου αυτή τη στιγμή είναι κοινωνικά αποδεκτή. Δεν είναι.

Κάνεις ένα βήμα μπροστά κι ένα πίσω. Οι περαστικοί αγανακτούν μαζί σου και σε σπρώχνουν. Εκείνοι φιλιούνται κι εσύ απλώς παρακαλάς τη μητέρα γη να ανοίξει και να σε καταπιεί. Σου κόβονται πόδια, χέρια, αναπνοή και μιλιά.  Λες ένα τυπικό «γεια» κι αποχωρείς.

Εσύ σχέση δεν έχεις εδώ κι αιώνες κι όσες επιχείρησες να κάνεις ήταν αποτυχημένες. Γιατί; Μάντεψε. Είναι να ‘χεις το γούρι. «Θα έρθει κι η σειρά σου, το καλό πράγμα αργεί να γίνει!» Μαντέψτε ποιος θα έλεγε αυτές τις εξυπνάδες. Η μάνα σου ντε, ποιος άλλος;

Διάβασες ένα άρθρο για την γκαντεμιά τις προάλλες που βρέθηκε τυχαία στην οθόνη σου, να φανταστείς ως και τα cookies κάτι ξέρουν για την τύχη σου και στα εμφανίζουν διαρκώς μπροστά σου. Έκανε λόγο για ανθρώπους συνώνυμα της ατυχίας και πιο συγκεκριμένα μιλούσε για τη Βιολέτα Τζέσοπ, που ήταν θαλαμηπόλος στη σύγκρουση του Ολύμπικ, αλλά και στη βύθιση του Τιτανικού, όπου κατάφερε κι από εκεί να επιβιώσει. Αργότερα δούλεψε ως νοσοκόμα στο δίδυμο αδερφάκι του Τιτανικού, τον Βρεταννικό το οποίο προσέκρουσε σε νάρκη. Βέβαια, σώθηκε κι από ‘δω, άρα ίσως να μην ήταν και τόσο άτυχη τελικά. Συνεχίζεις την περί γκαντεμιάς ανάγνωση κι εύχεσαι να μην είσαι κι εσύ σε κάποιο απ’ αυτά τα αφιερώματα.

Είναι όλα λάθος, τελικά; Κάποτε είναι, και λίγο μαύρα -ίσως πολύ. Ίσως να ξύπνησες με κακή διάθεση σήμερα και γενικότερα να κουβαλάς μια δόση πεσιμισμού. Ίσως να ‘θελες να ήταν όλα αλλιώς. Ίσως να μπορούσες, όμως, να τα κάνεις εσύ όλα αλλιώς. Δοκίμασε αύριο να ξυπνήσεις με καλή διάθεση, να βάλεις το αγαπημένο σου τραγούδι να παίζει στη διαπασών και να πιεις ζεστό καφέ στην αγαπημένη σου πολύχρωμη κούπα.

Πήγαινε στον καθρέπτη και χαμογέλα, μίλα με τον εαυτό σου, βρείτε τα κι υποσχέσου πως σήμερα θα είναι μια μέρα γεμάτη χαμόγελα και –γιατί όχι;– και μερικές ατυχίες! Είναι κι αυτές μέρος της ζωής μας…

Συντάκτης: Δήμητρα Μποζίνη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη