Τι είναι τελικά πιο trash, η ελληνική τηλεόραση ή η ελληνική κοινωνία; Μην προσπαθήσεις να κάνεις ακριβή μετάφραση της λέξης trash, γιατί θα χάσεις, το νόημα. Δε σημαίνει ότι όλα είναι σκουπίδια, ούτε κρύβει μέσα της έννοιες, που είναι συνώνυμες με τη λέξη trans. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Κάτι που θεωρείται παλιομοδίτικο. Κάτι που έχει περάσει η μόδα του και η εποχή του. Κάτι που δε μας ενδιαφέρει ν΄ ασχοληθούμε περισσότερο μ’ αυτό, εκτός κι αν μέσα του, έχει μία ένοχη απόλαυση που το κάνει μαγικό. Σαν να κάνεις δίαιτα και θέλεις να τρως κάθε τι απαγορευμένο.

Κι εκεί κάνει την εμφάνισή της μια κανονικότητα, που όσο σκληρή κριτική κι αν δέχεται, έχει αντέξει στο χρόνο κι έχει αποκτήσει ένα κάποιο είδους κύρους. Ακόμα κι όταν η τηλεοπτικές συνθήκες ήταν τελείως διαφορετικές, οτιδήποτε έμπαινε στην τηλεόραση, έμπαινε και στην κοινωνία. Αυτό ίσως είναι και το στοιχείο που έκαναν τα reality show ν’ αποκτήσουν έναν σχεδόν θεσμικό χαρακτήρα, μακριά από κάθε ενοχοποιητικό στοιχείο.

Για να ‘ρθει αυτή η μορφή του ψηφιακού εκδημοκρατισμού -που οραματίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘90- και να φέρει μαζί της μία από τις μεγαλύτερες τάσεις της trash τηλεοπτικής εποχής. Να φέρει ένα είδος συμφωνίας μεταξύ της τηλεόρασης και ημών. Να φέρει τον Δούρειο ίππο μίας πραγματικότητας που θα μας κρατήσει απασχολημένους, όσο θα παρατηρούμε ζωές άλλων, ως μορφή διασκέδασης.

Κι αν η προθυμία των συμμετεχόντων να παρακολουθούνται συνεχώς, διαμορφώθηκε ως μορφή αυτοέκφρασης και μία μορφή συμμετοχής που στη συνέχεια αξιοποιήθηκε, στο τέλος, όλο αυτό εμπορευματοποιήθηκε και πουλήθηκε στον θεατή ως πραγματικότητα κάνοντάς τον μέρος μία παράστασης. Κι αυτός με τη σειρά του το πούλησε πίσω, πανηγυρίζοντας για κάποιο τυπάκι που κέρδισε ή πέτυχε κάτι, κάνοντας ουσιαστικά τίποτε καλύτερο από κάποιον άλλον.

Κι αν ήρθε μια κατάσταση πραγμάτων που κατάφερε να παγώσουν όλα τα reality show, ήρθε η οικονομική κρίση για ν’ αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους δειλά-δειλά ξανά, μέσα στα μέσα μίας εποχής που έμαθε πώς να δίνει την ιδιωτική ζωή στο πιάτο. Και τότε εφευρέθηκε η δομημένη πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα με επαγγελματικό φωτισμό, υπερβολικές παραστάσεις και επιδέξιες επεξεργασμένες γραμμές. Που παρ’ όλο που το συναίσθημα και ο αυθορμητισμός είναι μέρος μία αλήθειας η τελειότητα και η επιτήδευση μετατρέπονται σε μάρκες.

Εγκλεισμός κι επιτήρηση; Να βρούμε το πιο ικανό μοντέλο; Τον καλύτερο chef; Τη δύναμη της αγάπης; Τον καλύτερο αθλητή σε εξωτικό μέρος; Το καλύτερο ταίρι για έναν εργένη; Τον σωστό τρόπο να ντυνόμαστε; Το νέα αστέρι της μουσικής σκηνής; Μάλλον όχι. Απλά ο τηλεοπτικός φακός έχει χάσει το φίλτρο του κι εμείς καλούμαστε να κάνουμε το πιο απλό πράγμα. Να παρακολουθήσουμε τις ζωές των άλλων, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι κανονικές.

Η αλήθεια είναι ότι μέσα απ’ όλο αυτό μάθαμε και δύο-τρεις λεξούλες άγνωστες για την μαγειρική. Μάθαμε για την τέχνη της φωτογραφίας για τον κρυμμένο ερωτισμό εντός μιας βίλας. Τώρα αν τα τριαντάφυλλα έχουν χρώμα μόνο κόκκινο και τα μάτια δεν είναι δύο, είναι ένα άλλο θέμα. Η μόδα όμως είναι μόδα και η μουσική σκηνή μεγάλη για ν’ αντέξει όλα τα όνειρα. Γιατί μεταξύ μας, κανείς δεν είναι αόρατος πια κι ας μην το συνειδητοποιεί εύκολα.

Κι αν η παρακολούθηση είναι αχρείαστη, ανώδυνη και βαρετή, είναι συγγενική με τη ζωή κάποιων. Αρεστοί θέλουν να’ ναι οι μεν, αρεστοί και οι δε. Γιατί το trash δεν είναι θέμα γούστου, αλλά ορίζει μια εποχή. Και το κάνει με μεγάλη επιτυχία.

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου