Τα παιδικά και τα εφηβικά χρόνια ίσως είναι τα ομορφότερα στη ζωή ενός ανθρώπου. Είναι τα χρόνια που χαράζονται οι αναμνήσεις, τα χρώματα, οι μυρωδιές. Όμως είναι κι εκείνα τα χρόνια που πολλοί άνθρωποι βιώνουν εμπειρίες άσχημες και αρνητικές, τόσο στο σχολικό περιβάλλον όσο και στο οικογενειακό.

Και κάπως έτσι ο εκφοβισμός κάθε μορφής, ο τραμπουκισμός, η λεκτική και η σωματική βία, σημειώνουν σταθερά αυξητικές τάσεις στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και οι προβληματισμοί που εγείρονται είναι πολλοί. Όμως ο εκφοβισμός δεν είναι ένα φαινόμενο δυνατού – αδύναμου. Ας φύγουμε λίγο απ’ την ταύτιση του εκφοβισμού με το σχολικό περιβάλλον και ας δούμε μία πραγματικότητα που είναι ίσως λίγο πιο σκληρή. Εκείνη, που ένα παιδί βιώνει τον εκφοβισμό στο ίδιο του το σπίτι και που το φαινόμενο ξεκινάει απ’ τους γονείς, τα αδέλφια, κάποιον απ’ το οικογενειακό περιβάλλον -κι όλα αυτά με την ανοχή, τη συναίνεση ή τη σιωπή των υπολοίπων μελών.

Υπάρχει άραγε κανείς που κάποια στιγμή στην παιδική ηλικία δε δέχτηκε κάποια προσβολή απ’ τους γονείς του; Κάποιας μορφής υποτίμηση; Σίγουρα είναι ελάχιστα αυτά τα παιδιά. Για τα υπόλοιπα, μία τέτοια συμπεριφορά και στάση μπορεί να αποτέλεσε ένα συναισθηματικό χτύπημα. Ένα χτύπημα που πλήγωσε, αλλά κυρίως σημάδεψε μία σχέση κι έναν χαρακτήρα. Γιατί; Όταν μία προσβολή, περιφρόνηση ή υποτίμηση έρχεται απ’ την ίδια την οικογένεια πονάει πολύ περισσότερο απ’ ότι από έναν φίλο ή από το σχολικό περιβάλλον. Και κάπως έτσι ο εκφοβισμός ξεκινάει απ’ το σπίτι και στη χειρότερη μορφή του μπορεί να δημιουργήσει νταήδες, εφόσον γίνονται θήτες ή μάρτυρες τέτοιας μορφής βίας.

Η χρήση βίας -κυρίως λεκτικής- ως μέθοδο επίλυσης προβλημάτων, η έλλειψη ορίων, τα συχνά ξεσπάσματα θυμού, αλλά και οι προσβολές και οι ταπεινώσεις στο οικογενειακό περιβάλλον, όπως «είσαι ανίκανος να κάνεις το παραμικρό», «πάρε τα πόδια σου, χοντρούλη», «πώς είσαι έτσι, φτιάξου για να αρέσεις», «δε θα προκόψεις μ’ αυτούς τους βαθμούς», «δε θα βγεις απ’ το δωμάτιό σου αν δεν πω εγώ», «απορώ τι σου βρίσκουν οι φίλοι σου και σε κάνουν παρέα», αποτελούν τελείως προσβλητικούς τρόπους να απευθυνθείς σε ένα παιδί και το άσχημο είναι ότι οι περισσότεροι γονείς θεωρούν ότι έτσι το κινητοποιούν να γίνει καλύτερο.

Στην πραγματικότητα όμως, αυτό που επιτυγχάνεται είναι να πληγώνεται ένα παιδί και να δημιουργείται γύρω του ένα φρούριο συναισθημάτων που το εμποδίζει να βιώσει τον θυμό και την οργή, με αποτέλεσμα να κλείνεται στον εαυτό του, επειδή αγαπάει τον γονέα ή τον αδελφό και δε θέλει να το αμφισβητήσουν. Κι έτσι, τα παιδιά αυτά επιλέγουν να καταστρέψουν την εικόνα τους, αφού δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στον εαυτό τους.

Όμως, αγαπητέ γονέα, ακόμα κι ασυνείδητα αν προσβάλεις το παιδί σου, έχεις σκεφτεί ποιο είναι το όφελος; Έχεις σκεφτεί σε ποιον πραγματικά απευθύνεται η όποια προσβολή; Γιατί κάθε μορφή βίας αποτελεί προβολή επάνω στον άλλον, ώστε να περιορίσουμε τον όποιο πόνο αισθανόμαστε. Και πίσω από κάθε τέτοια συμπεριφορά υπάρχει ένα τραύμα. Προσωπικό -συνήθως- τραύμα για το οποίο δεν ευθύνεται ένα παιδί.

Να θυμάσαι πως οι κρίσεις και οι επικρίσεις, οι βρισιές και οι προσβολές, δεν είναι μέρος καμίας μεθόδου διαπαιδαγώγησής. Είναι βία. Και όταν προέρχονται απ’ την οικογένεια αποτελούν ένα φαινόμενο που μπορεί να γίνει μέχρι και αιτία καταστροφής της παιδικής ή και της εφηβικής ζωής ενός ατόμου.

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.