Πολλοί από εμάς, σίγουρα έχουμε βιώσει έστω και μία φορά στη ζωή μας την εμπειρία των call center, αυτών των τηλεφωνικών κέντρων. Εκείνων που οι εργαζόμενοι αμείβονται με πολύ χαμηλούς μισθούς, έχουν ελάχιστα εργασιακά δικαιώματα κι υποχρεούνται σε εξαιρετικά πιεστικά ωράρια και συναισθηματικούς εκβιασμούς από γιαλαντζί ανωτέρους, που το μεγαλύτερο επίτευγμά τους είναι να παρουσιάσουν τα πρότζεκτ αρκετών εργαζομένων ως δικά τους για να λάβουν τα εύσημα, ενώ παράλληλα απαιτούν να είσαι διαρκώς διαθέσιμος. Αυτή η πραγματικότητα αποτελεί αναμφισβήτητα χαρακτηριστικό της εποχής μας στις περισσότερες δουλειές, αν όχι σε όλες.

 

Σημασία δεν έχει ο προορισμός, αλλά το ταξίδι από τα 319€ καθαρά, στα 500€ καθαρά τον μήνα

Ερχόμενος ως φοιτητής στην Αθήνα το 2009, έψαχνα να βρω μια δουλειά για να τη συνδυάσω παράλληλα με τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο, προκειμένου να μην επιβαρύνω τους γονείς μου οικονομικά και να μπορώ να πληρώνω κάποια απ’ τα προσωπικά μου έξοδα. Έτσι, αφού τελείωσα την πρακτική άσκηση, ο δρόμος με οδήγησε σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες τηλεπικοινωνιών της χώρας -που αργότερα μου είπαν αυτολεξεί ότι και χάρη μου έκαναν, που με προσέλαβαν τότε. Το προσπερνάω αυτό όμως και συνεχίζω παρακάτω.

Ξεκίνησα να εργάζομαι ως outsourcing υπάλληλος με σύμβαση ορισμένου χρόνου τριών ολόκληρων μηνών στα 319€  -διότι για όσους δε γνωρίζουν το τι γίνεται στην αγορά, να σας ενημερώσω ότι σε καμία περίπτωση δεν ξεκινάς με σύμβαση αορίστου χρόνου από την αρχή και δη ως υπάλληλος της εταιρείας. Δηλαδή, ο μισθός σου και τα εργασιακά σου δικαιώματα, ανήκουν στην εταιρεία που σε νοικιάζει στην εκάστοτε πολυεθνική. Ναι, καλά κατάλαβες· σε νοικιάζουν σαν να είσαι σπίτι με θέα τον Λυκαβηττό για μερικούς μήνες, κι αν τους κάνεις σε ανανεώνουν και σε κάνουν μέρος του εταιρικού τους δυναμικού ή κι όχι.

Κι έτσι, με την παραπάνω συμφωνία, ξεκίνησαν οι πρώτες μέρες εκπαίδευσης, που λίγα χρόνια αργότερα, ταυτίστηκαν με τις ένδοξες εποχές που έζησα στον ελληνικό στρατό. Οι μέρες αυτές ήταν κάτι μεταξύ του «θέλω να σε βοηθήσω, αλλά δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω» και του «προσπαθώ να σε προάγω, περισσότερο απ’ τους υπόλοιπους εδώ μέσα γιατί είσαι καλός, αλλά είσαι τόσο αχάριστος». Για την ακρίβεια δεν ήμουν αχάριστος· ήμουν απλώς ένας αριθμός, ή αν θέλετε ακόμη καλύτερα μια βαθμολογία από έναν στρυφνό πελάτη, που επειδή ξύπνησε στραβά, θέλησε να με μαυρίσει, ή ακόμη χειρότερα έκαναν καταγγελία στον ανώτερό μου για ανάρμοστη συμπεριφορά -που συνήθως τη φαντάζονταν και την έφτιαχναν στο μυαλό τους οι πελάτες για την παντελή έλλειψη σήματος στο μετρό δεκάδες μέτρα κάτω απ’ τη γη, που και τυφλοπόντικας να είσαι, σήμα 4G δεν πρόκειται να βρεις, όσο κι αν ψάξεις.

Πάντα οι ανώτεροι σού επέρριπταν ευθύνες· είτε έφταιγες εσύ, είτε όχι και θα τ’ άκουγες, γιατί ποτέ κανείς δεν ήταν ευχαριστημένος με τη δουλειά σου κι ας του έδινες και τρία πάγια δώρο. Ο πελάτης σού την έλεγε κι από πάνω με τον χαρακτηριστικό στόμφο φωνής: «θα σας πω ευχαριστώ επειδή κάνατε σωστά τη δουλειά σας;» Ναι, ήμασταν υποχρεωμένοι βάσει του καταστατικού της εταιρείας να φερθούμε ευγενικά στον πελάτη, ακόμη κι όταν σημαιοστόλιζε με κοσμητικά επίθετα εμάς τους ίδιους και τις οικογένειές μας. Πάνω απ’ όλα έπρεπε να παραμείνουμε ψύχραιμοι και να τερματίσουμε την επικοινωνία, μόνο όταν φτάσει σε ακραία επίπεδα. Του στιλ: «Γ@μιέστε εσείς κι η κ@λοεταιρεία σας». Αυτά τα όμορφα και τα ωραία, ακολουθούσαν τις οδηγίες που είχαμε από τους ανώτερούς μας, που χρονομετρούσαν μέχρι και την ώρα που θα περάσουμε στην τουαλέτα για την προσωπική μας ανάγκη.

 

Οι έντονες πιέσεις κι οι «φύλακες» της τουαλέτας

Κι αφού άρχισαν ν’ ανεβαίνουν τα στατιστικά και να χαίρονται οι «προϊστάμενοι» με την εξέλιξή μου, ξεκίνησαν οι πιέσεις για μεγαλύτερη παραγωγή στο έργο. Σου έλεγαν ότι τον πελάτη δε θα τον κρατήσεις παραπάνω από τρία λεπτά στη γραμμή, γιατί έχουμε αναμονές κι εσύ έπρεπε μέσα σ’ αυτά τα τρία λεπτά να κάνεις επιβεβαίωση κατόχου του αριθμού, να αποσαφηνίσεις το τεχνικό του πρόβλημα και να του δώσεις και τη λύση προκειμένου να σε βαθμολογήσει με εννιά, γιατί το δέκα ήταν για τον Θεό, όπως συνήθιζαν να λένε. Με λίγα λόγια ο χρόνος έτρεχε, σαν ένα χρονόμετρο που ποτέ δεν τελείωνε και σταματημό δεν είχε και μέσα σ’ όλα αυτά είχες και τη μέτρηση απουσίας για τουαλέτα που αν ξεπερνούσε τα έξι λεπτά, κάποια γκαρίδα, θα ερχόταν απ’ έξω για να στο υπενθυμίσει.

«Καλά πόση ώρα θέλεις για να πας στην τουαλέτα; Τόση κίνηση είχε;»

Τι να απαντήσεις τώρα στο παραπάνω δηλαδή; Απ’ τη μία να μην προλαβαίνεις να σηκώσεις κεφάλι από τις αναμονές που ήταν αρκετές, γιατί ο ένας παραιτούνταν μετά τον άλλον, οπότε δεν είχαμε προσωπικό κι απ’ την άλλη να έχεις και τις εξερχόμενες κλήσεις στους πελάτες για να δεις αν τελικά έκαναν επανεκκίνηση της συσκευής τους, ώστε να έχουν σήμα ή έβγαλαν το ρούτερ από την πρίζα προκειμένου να επανέλθει το internet και παράλληλα να πέφτουν και καμπάνιες με εξερχόμενες κλήσεις από το σύστημα που κάθε τρεις και λίγο έπεφτε και καθυστερούσε, σε άσχετες χρονικές στιγμές για να πουλήσεις και τα νέα προϊόντα μπας και βγάλεις ένα bonus παραπάνω στον μηνιαίο μισθό σου, που πλέον είχε πάρει αύξηση και είχε πάει στα 500€ καθαρά τον μήνα.

Παράλληλα, να τρέχει και η εξεταστική -που δικαιωματικά βάσει νόμου δικαιούσαι κάποιες ημέρες προκειμένου να διαβάσεις και να δώσεις τα μαθήματα της σχολής σου. Αν έλεγες ότι θέλεις φοιτητική άδεια, βέβαια, σ’ έβλεπαν σαν ηθικό αυτουργό που ξεσηκώνεις τους πάντες. «Αν δώσουμε σ’ εσένα φοιτητική άδεια, θα γλυκαθούν οι άλλοι και θα θέλουν κι αυτοί», οπότε άδεια έπαιρνες μόνο για τις μέρες των μαθημάτων που θα χρειαζόταν ν’ απουσιάσεις κι αυτό με χαρτί από τη σχολή σου- για να είμαστε νόμιμοι. Κι άιντε, επειδή είμαστε και καλοί άνθρωποι, σου αλλάζουμε το ωράριο σε απογευματινό, προκειμένου να σε διευκολύνουμε.

Αντί επιλόγου: Αυτά κι άλλα τόσα ζουν και βασιλεύουν στα τηλεφωνικά κέντρα, στα οποία ως καθεστώς υπήρχε πάντα το άνωθεν. Το μόνο θετικό, αν θα μπορούσαμε να το εκφέρουμε έτσι, είναι ο μισθός που μπαίνει στην ώρα του, η καθιστική ζωή σε πολυτελείς καρέκλες και γραφεία και τα εταιρικά parties -που κάνεις αναγκαστικά τον καραγκιόζη, προκειμένου να περάσεις καλά. Η αυξανόμενη ανεργία, η αδυναμία σπουδών λόγω του κόστους που αυτές φέρουν ή το γεγονός ότι μπορεί να είδαμε τη δουλειά αυτή σαν μια πρόσκαιρη λύση απασχόλησης «για να βγούμε οικονομικά» μας οδηγεί στο να περάσουμε το κατώφλι τους και να ζήσουμε τον εργασιακό μεσαίωνα που ονομάζεται «call center». Κι όλοι φεύγοντας είπαμε “ποτέ ξανά”.

Συντάκτης: Ανδρέας Πετρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου