Ο παππούς ξυπνούσε στις επτά χωρίς ξυπνητήρι. Άνοιγε τα μάτια του και έμενε ακίνητος.
Επτά και μισή η γιαγιά του χάιδευε το χέρι και του έλεγε καλημέρα. Μέρα και νύχτα για τον παππού ήταν όλα ίδια. Δε θυμόταν πότε να χρησιμοποιήσει το καλημέρα και επαναλάμβανε ό,τι του έλεγαν.
Δυνάμεις δεν είχε και πολλές, αν και μικρότερος ήταν αθλητής. Έπαιζε μπάσκετ, κάρφωνε, κατέβαινε σε αγώνες. Του δείχνω κάτι φωτογραφίες ίσα με τη παλάμη μου κι ασπρόμαυρες και με κοιτάει περίεργα.
Στις εννιά έτρωγε το ρυζόγαλό του. Όποτε αργούσε η γιαγιά να το ετοιμάσει, εκείνος ωρυόταν. Γινόταν πύραυλος για κάποια δευτερόλεπτα κι επανερχόταν.
Κι έπειτα γυρνούσα εγώ από το σχολείο. Κατέβαινα τρέχοντας τα σκαλιά να μπω στο σπίτι και εκείνος καθιστός στο ίδιο σημείο του παλιού μπορντό καναπέ. Έπιανε πάντα την άκρη.
Σα να νιώθε πως ήταν βάρος. Δεν ήθελε να ενοχλεί κι ένιωθε πως μας τάραζε.
«Παππού, παππού πως θα με λένε σήμερα;». Κι ο παππούς κάθε μεσημέρι μου έβγαζε άλλο όνομα. Δεν του χαλούσα χατίρι, φορούσα κάθε όνομα που μου χάριζε. Γελούσε όταν επαναλάμβανα το καινούριο μου. Γελούσε ο παππούς και έλαμπαν τα μάτια όλων στο σπίτι.
Με τον παππού είχαμε συμμορία. Λέγαμε αστεία και κάναμε σχέδια να καταστρέψουμε τον κόσμο και να χτίσουμε καινούριο, λέγαμε να μοιράζουμε και να μοιραζόμαστε μέχρι να πεθάνουμε και υποσχόμασταν ότι θα είμαστε δυνατοί.
Έγραφα σε ένα χαρτί από το μπλοκ μου «Θα είμαστε δυνατοί», του έδινα τις ξυλομπογιές μου κι έβαζε μια μουτζούρα, έβαζα κι εγώ μια καρδιά και καταχωρούταν.
Έφτανε μεσημέρι, η συμμορία έσπαγε κι εκείνος πήγαινε για ύπνο.
«Γιαγιά ο παππούς γιατί δε με θυμάται;» έτρεχα και έλεγα στη γιαγιά. «Μήπως δε με αγαπάει, μήπως δεν περνάμε καλά μαζί; Μήπως ήθελε να με βγάλετε με άλλο όνομα; Μήπως αγαπάει τόσο εσένα που δεν μπορεί να φωνάξει άλλη με το ίδιο όνομα;».
«Μικρή μου ο παππούς όλα τα θυμάται αλλά το κάνει για να παίξετε. Έχει χιούμορ ο παππούς. Αφού βλέπεις πως είναι όταν είναι μαζί σου!»
«Και τις υπόλοιπες ώρες γιατί μοιάζει να είναι στεναχωρημένος γιαγιά;»
«Γιατί μπορεί να σκέφτεται. Ταξιδεύει. Είναι έξυπνος ο παππούς κορίτσι μου και κάνει ταξίδια με το μυαλό του.»
Μια Κυριακή, θυμάμαι, ο παππούς το είχε σκάσει από το σπίτι. Το ήξερα ότι τον έπνιγε. Και μου το είχε πει ότι θα φύγει αλλά το κράτησα μυστικό. Μόλις μου το είπε, του έβαλα τα λεφτά του σχολείου μου στην τσέπη του, να έχει να φάει, σκέφτηκα.
Εκείνος πήρε τσιγάρα και τα μοίραζε στους περαστικούς. Αυτό ήταν και στους κρυφούς όρκους που είχαμε υπογράψει την προηγούμενη μέρα. Να χαρίζουμε ό, τι έχουμε πάνω από ένα.
Και έπαιρνε τους δρόμους και χαιρετούσε κόσμο ο παππούς. Δεν του μιλούσε κανείς και έκλαιγε. Θόλωναν τα γυαλιά του και κόντευαν να τον πατήσουν τα αμάξια.
Κάναμε βόλτες να τον βρούμε και δεν ήθελε να μας ακολουθήσει.
Αερικό ήταν.
Έμπαινε στο αμάξι και καθόταν πίσω, δίπλα μου. Του έβγαζα τα γυαλιά και του τα καθάριζα με το μπλουζάκι μου. Χαμογελούσε ο παππούς και μου έδινε το χέρι του.
Φτάναμε σπίτι και κάναμε πως κοιμόμασταν. Όλοι έλεγαν πως ο παππούς είναι άρρωστος και έχει κάτι, δύσκολο μου ήταν να το πω, κάτι σαν ξένη λέξη και δεν ήξερα ξένα τότε.
Ο παππούς είχε Αλτσχάιμερ, ασθένεια μη θεραπεύσιμη. Ξεχνούσε όσα είχε ζήσει και όσα ζούσε πρόσφατα. Εκεί που ήταν ήρεμος μπορούσε να γίνει οξύθυμος κι ανήσυχος, να συγχυστεί και να φωνάξει. Κι έχανε τις αισθήσεις του με το πέρας του χρόνου. Δεν ξέραμε πως περνάει αυτό, πώς να γίνει καλά.
Εξαρτιόταν πλέον αποκλειστικά από άλλους. Και δεν τα μπορούσαν αυτά τα αερικά. Τα αερικά ήθελαν να φτιάχνουν μόνα τους το ρυζόγαλό τους και να θυμούνται τους φίλους τους. Ήθελαν να πατούν στα πόδια τους και να μη θέλουν χέρια και πλάτες να στηριχτούν.
Και ήθελαν να μιλάνε. Κι ο παππούς έχανε σιγά σιγά την ομιλία του. Και δε με φώναζε με άλλα ονόματα και δεν απαντούσε με ναι και όχι.
Χανόταν ο παππούς, τον έτρωγε εκείνη η ξένη λέξη.
Τώρα κρατώ στα χέρια μου μικρά χαρτιά με όρκους της συμμορίας μας.
Είχαμε βάλει υπογραφές παππού και διαλύθηκε η συμμορία.
Πώς να καταστρέψω τώρα μόνη μου αυτό τον άσχημο κόσμο παππού;