Είναι εκείνη η γενιά που θα βιαστείς να πεις πως ερωτεύεται επιπόλαια, βιαστικά και ανεξέλεγκτα.

Είναι εκείνοι που μεγάλωσαν σε αλάνες, χτυπώντας και ματώνοντας γόνατα. Τα παιδιά αυτά που όταν ερωτεύονταν εκδηλώνονταν σε τοίχους, σε παγκάκια, με στίχους, με ραβασάκια, με αποκρύψεις, με Πυξ-Λαξ.

Από μικρά τα μάθαιναν όλα αλλιώς. Τους βούλιαξαν στα δύσκολα κι αυτοί έμαθαν να ψάχνουν την ουσία. Σε όσα ζούσαν, μικρά και μεγάλα. Και στον έρωτα, κυρίως σε αυτόν.

Τον σέβονταν για να τους σεβαστεί. Ξέρουν ότι άλλο είναι η ξεπέτα, άλλο ο έρωτας κι άλλο η αγάπη.

Δεν έχουν πρόβλημα στους ορισμούς. Ερωτεύονται βιαστικά, γιατί έχουν την ανάγκη να δοθούν. Βιαστικά, όχι πρόχειρα όμως.

Σχεδόν ανεξέλεγκτα. Ιδέα δεν έχουν από όρια. Υποτάσσονται, δίνονται ολοκληρωτικά. 

Γιατί τα έμαθαν κάπως αλλιώς. Λίγο πιο αγνά, λίγο πιο ουσιώδη. Και έχουν κρατήσει αυτή την παιδικότητα που μάταια προσπαθεί να τους αφαιρέσει το παρόν.

Αυτή η γενιά θα κρύβει πάντα μέσα της ένα παιδί, γεμάτο όρεξη για ζωή, γνήσιο και αυθεντικό.

«Πάμε να καθίσουμε στο μπαλκόνι;»

Η Σίσσυ ανένδοτη. Τελείωνε το τρίτο έτος στα οικονομικά και από μωρό θυμάται τον εαυτό της να τα αρνείται όλα. Να τα απαρνείται. Υπολόγιζε και ζύγιζε τα πάντα. Μόνο ο έρωτας της είχε ξεφύγει. Ήθελε να δείχνει πως τον έχει τιθασεύσει. Έδειχνε στεγνή και παγερή.

«Έλα να μου πεις για τον Διονύση! Έλα!»

Υπέκυψε. Στο κάλεσμα της φίλης.

Στο ερωτικό κάλεσμα του Διονύση.

«Μαίρη, ο Διονύσης με απελευθέρωσε. Νιώθω ερωτευμένη και του το λέω. Δε φοβάμαι, μη μου φύγει. Δε νιώθω και σίγουρη ότι θα μείνει αλλά του χαρίζω όσο έρωτα μπορεί να σηκώσει ένας άντρας. Ίσως και  λίγο παραπάνω. »

Μπήκε μέσα, τράβηξε την μπαλκονόπορτα και θυμήθηκε τον εαυτό της παιδί. Τότε που είχε υποσχεθεί πως θα ερωτεύεται με πάθος κι αγνά, αλλιώς να μην ερωτεύεται καθόλου. Τότε που ο κόσμος την τρόμαζε και φοβόταν μη του μοιάσει.

Σήκωσε το τηλέφωνο.

« Διονύση, πήρα να σου πω πόσο ερωτευμένη είμαι μαζί σου και θα στο κλείσω. Ένα ευχαριστώ που με ελευθέρωσες. »

Μπορεί να ήταν είκοσι, μα το παιδί μέσα της, της είχε μάθει τον Έρωτα να τον έχει Θεό, για να την ανταμείψει.

Μη βιαστείς να τους κρίνεις. Γνήσια και παιδικά. Έτσι ερωτεύονται.

Συντάκτης: Σπυριδούλα Γεωργοκίτσου