Η καθημερινότητα περίεργη και εμείς οι άνθρωποι ακόμα περισσότερο. Μας αγχώνουν αρκετά πράγματα, τα οποία νιώθουμε ότι δεν τελειώνουν ποτέ. Βιώνουμε μια συναισθηματική πίεση που νιώθουμε ότι είναι έμφυτη και θα την κουβαλάμε μόνιμα. Δεν είναι ότι δε θα καταφέρουμε ό,τι έχουμε σκοπό να κάνουμε, θα το πετύχουμε και με το παραπάνω, αλλά το άγχος θα μας συνοδεύει πάντα. Τι να πούμε, μήπως είναι σαν τον καλύτερο μας φίλο που «μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε»;

Όσα έχουμε να κάνουμε μας πιέζουν και μέσα σε μια μέρα θέλουμε όλα να έχουν επιτευχθεί (υποχρεώσεις σπιτιού, δουλειάς, εξωτερικές υποχρεώσεις). Δύσκολο πολύ και στις πλείστες των περιπτώσεων, δεν είναι καν εφικτό, αλλά προσπαθούμε. Με αυτό τον τρόπο ξεκαθαρίζουν αρκετές δουλειές μας και βγάζουμε πρόγραμμα για τις επόμενες. Αν και επειδή πνιγόμαστε σ’ ένα ποτήρι νερό θα θέλαμε όλα να τέλειωναν από την ίδια μέρα, αλλά μια ανακούφιση ότι πετύχαμε αρκετά τουλάχιστον υπάρχει. Το περιβόητο τέλος, με την ετοιμασία του νέου μας προγράμματος και με την επιτυχία όσων έχουν απομείνει άλλα και όσων ίσως προκύψουν μάς κάνει να νιώθουμε πολύ καλύτερα.

Είναι που μας λείπει αυτή η χαλάρωση που μπορούμε να πούμε ότι θα τα αφήσουμε όλα και όπως έρθουν. Δε θα πιεστούμε ρε παιδί μου και δε θα βάλουμε σε σειρά κάθε μας υποχρέωση και κάθε δουλειά που πρέπει να γίνει. Δεν ξέρουμε πώς θα πάει το αυριανό πρόγραμμα, πώς θα εξελιχθούν όλα και πόσα άλλα έκτακτα θα βγουν στην πορεία. Άλλωστε αν αναβάλουμε δουλειές για τις επόμενες ημέρες ή τέλος πάντων για όποτε μας έρθει η όρεξη, δε χάθηκε κι ο κόσμος. Πολύ εύκολο ακούγεται και πολύ λογικό μοιάζει! Είμαστε εμείς για τέτοια όμως;

Εδώ αγχωνόμαστε όταν δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε, θα τα αφήσουμε και όλα όπως έρθουν; Δεν είμαστε γι’ αυτά, θέλουμε να νιώθουμε μονίμως ενεργοί σε σημείο που πιεζόμαστε και εμείς οι ίδιοι. Έτσι είναι η φύση μας παιδιά και αν μπορούσαμε να σημειώναμε και τις ώρες που θα κάναμε το καθετί, ώστε να γίνεται την προκαθορισμένη στιγμή, θα μας ανακούφιζε ακόμα περισσότερο. Ψυχαναγκαστικοί στο έπακρο μάλλον.

Με τούτα και με ‘κείνα θα μπορούσατε να μας φανταστείτε να έχουμε τελικά ολοκληρώσει όλες τις υποχρεώσεις που έχουμε στο μυαλό μας κι όλα αυτά που ξέρουμε ότι έπρεπε να γίνουν; Ανακούφιση στο φουλ, ευγνωμοσύνη προς τον εαυτό μας και μια μικρή χαλάρωση. Για πόσο όμως;

Έχουμε καλύψει όλες μας τις υποχρεώσεις, τώρα δε μένει κάτι άλλο να κάνουμε και αυτό πάλι μας προκαλεί άγχος. Μα πώς γίνεται; Είναι που μάθαμε να τα έχουμε όλα στην εντέλεια, που δε θέλουμε να αφήσουμε τίποτα να πέσει κάτω και όταν πια το πετύχουμε, προσπαθούμε να σκεφτούμε και άλλα; Ξαφνικά, δε βρίσκουμε τίποτα να κάνουμε για να είμαστε μονίμως σε κίνηση και για να νιώσουμε πάλι αυτό το αίσθημα της ανακούφισης ότι πετύχαμε ακόμη περισσότερα. Εκεί, λοιπόν, που δεν έχουμε άλλο πρόγραμμα υποχρεώσεων έτοιμο, γιατί ακριβώς τελειώσαμε τα πάντα όπως θέλαμε, βάζουμε το μυαλό μας να σκεφτεί άλλα τόσα για να βγάλουμε πάλι ένα νέο πρόγραμμα και να νιώσουμε το στρες να κυλάει και πάλι σε πιο έντονο ρυθμό.

Εκεί που λέμε να τελειώσουμε όλα όσα έχουμε να κάνουμε και να κάτσουμε να ηρεμήσουμε, ώστε να ξέρουμε ότι πετύχαμε ό,τι ακριβώς θέλαμε δε μας είναι αρκετά. Πάνω στην ηρεμία μας, νιώθουμε ότι πρέπει να κάνουμε κι άλλα, κι άλλες υποχρεώσεις, κι άλλες δουλειές που περιμένουν, που ίσως να μη φέραμε εις πέρας όπως θέλαμε ή ίσως να έγιναν βιαστικά και να θέλουν κι άλλο χρόνο. Συνεπώς, ακόμα και αν όσα βάλουμε στο πρόγραμμά μας τα πετύχουμε και άλλα τόσα που ίσως προκύψουν, θα προσθέσουμε εμείς ακόμα περισσότερα. Είναι στη φύση μας να μην ησυχάζουμε ποτέ και όσο περίεργο και αν ακούγεται είναι μια συνήθεια για εμάς. Μας γεμίζει, μας ανακουφίζει, μας στρεσάρει και πάλι απ’ την αρχή, είναι το δικό μας μοτίβο, να είμαστε μονίμως σε ένταση. Δε μας πιέζει κανείς, μόνοι πιέζουμε τον εαυτό μας -μόνο και μόνο για να νιώσουμε αυτή την ευχαρίστηση- και δε θα μας πει κάποιος τι πρέπει να κάνουμε, γιατί το «πρέπει» το λέμε πρώτοι εμείς. Παράλογο, αφού πολλοί άνθρωποι περιμένουν πώς και πώς τη στιγμή της ηρεμίας, για μας όμως από τα πιο λογικά.

Συντάκτης: Παναγιώτα Νεοφύτου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.