Σε μια παράσταση, όπου δικαιωματικά μας ανήκαν οι ρόλοι των πρωταγωνιστών, εσύ, βρέθηκες να διεκδικείς μέχρι τέλους τη θέση του ταξιθέτη. Κι όταν επιτέλους τα κατάφερες, έκλεισες με φόρα την κουρτίνα στο συναίσθημα. Έτσι, αδιάφορα, χωρίς ενδοιασμούς κι ενοχές. Θα μου πεις, τόσα χρόνια τι σε μάθαιναν; Αν δε φρικάρεις στη σκέψη του τι θα πουν οι θεατές, πώς διανοείσαι να υπάρχεις σήμερα;

Εγώ, όμως, να ξέρεις, θα έπαιζα και σε μια άδεια, δικιά μας αίθουσα. Χωρίς πολλά-πολλά. Με προβολείς τα βλέμματά μας και μουσική τους αποδιοργανωμένους μας σφυγμούς, να έχουν να χορεύουν άγαρμπα τα σώματά μας στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να βρεθούν το ένα δίπλα στο άλλο.

Μη φοβάσαι, δε χρειαζόμαστε σκηνικά. Έχω ολοζώντανο στη θύμησή μου το τοπίο που πλαισίωνε τη στιγμή που σε αντίκρισα για πρώτη φορά. Δεν έχει περάσει ούτε μέρα που να μην αποκοιμηθώ αποχαυνωμένη, αναπολώντας το. Και, να σου πω την αλήθεια, δεν έχω  καταλάβει ποτέ αν είχε κάτι διαφορετικό εκείνος ο ήλιος που ανέτελλε από εκείνη τη θάλασσα ή αν εσύ διαμόρφωσες την αντίληψή μου περί της όψης τους, για να την προσαρμόσεις στα μέτρα σου.

Από ρούχα, εσύ να φοράς εκείνο το χιλιοφορεμένο σου τζιν –που έχει σκιστεί περισσότερο από όσο άντεχε– και το άσπρο, τσαλακωμένο σου πουκάμισο, γεμάτο αλμύρες. Κι εγώ εκείνο το πρόχειρο, αέρινό μου φόρεμα, που δεν τολμάω να  φορέσω πλέον, λες και με στοιχειώνει το άγγιγμα σου πάνω του.

Αυτά. Δε χρειαζόμαστε άλλους. Δεν πρόσεξα να υπήρχαν, κιόλας. Γιατί, η παράσταση αυτή φτιάχτηκε μόνο για εμάς. Όπως κι οι ρόλοι. Κι εμείς για αυτούς. Άσχετα αν τον δικό σου τον απαρνήθηκες. Και συνεπώς και τον δικό μου. Θίασος απουσία του πρωταγωνιστή δε νομίζω να έχει υπάρξει ποτέ. Ή και να έχει υπάρξει, εγώ σε ήθελα μαζί μου σε αυτή την παράσταση.

Το ξέρω πως το ήθελες και εσύ, ακόμα κι αν σου ήταν τόσο δύσκολο να αρθρώσεις δύο συλλαβές. «Μείνε». Μου το βροντοφώναξε, όμως, η τελευταία αγκαλιά σου, που δεν κατάλαβα αν προσπαθούσε περισσότερο να παγώσει το χρόνο ή τα κορμιά μας, ενωμένα.

Ίσως να ‘ναι καλύτερα έτσι. Να παρακολουθείς με δέος από μακριά την κόκκινη κουρτίνα και να αναρωτιέσαι τι θα μπορούσε να γίνει αν τολμούσες να εκθέσεις μπροστά της ένα κομμάτι από το «είναι» σου. Και κάπου εκεί πίσω, στα παρασκήνια, να είμαι εγώ να μετρώ τους δείκτες του ρολογιού που δε γύρισαν ποτέ για χάρη μας κι όλα τα κοντέρ που τερματίστηκαν, για να μη μας ξεκινήσουν.

Μπορεί κι αυτή να είναι η τιμωρία μας. Να μάθουμε να μη μας τρομάζει, να γίνουμε ό,τι δεν έτυχε να είμαστε μέχρι τώρα. Και να μη μάθουμε ποτέ πόσο κόκκινο θα μπορούσε να χωρέσει μέσα μας. Τουλάχιστον τώρα πια ξέρω ότι τα πιο ωραία σενάρια γράφτηκαν με ματιές ανθρώπων που γνώριζαν ότι ο χρόνος κι η απόσταση είναι εχθροί τους. Πάνω σε χαρτιά που δεν τα αναζήτησε κανείς. Κι ας έγραφαν πάνω τα πάντα.

Συντάκτης: Ελένη Σιήμη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη