Εκείνη η στιγμή που αν άνοιγες το στόμα σου θα έβγαιναν μόνο εκείνες οι λέξεις, που η μάνα σου δε σε άφηνε να ξεστομίσεις όταν ήσουν μικρός. Που αν τις έγραφες θα κατέληγαν κάπως έτσι «νδβδκρμα». Που νιώθεις πως όλα γύρω σου σε χτυπάνε ανελέητα στο κεφάλι με δύναμη μεγατόνων. Που όλος ο υπόλοιπος κόσμος σου φαίνεται πιο εκνευριστικός και πιο αλλοπρόσαλλος από ποτέ. Που ακόμη κι η αναπνοή σου καταντάει άκρως ενοχλητική· πόσον μάλλον των άλλων. Που αν μπορούσε κάποιος να αποτυπώσει σε ένα χαρτί τι γίνεται μέσα σου αυτή τη στιγμή, κεντρικό μέρος θα διακατείχε σίγουρα ένα ηφαίστειο που μόλις έχει ξυπνήσει. Κι είναι αποφασισμένο να μη σιγάσει σύντομα.

Μόλις σε έχουν πιάσει τα νεύρα. Φωτεινό καμπανάκι, συναγερμός, εκκένωση άμαχου πληθυσμού. Ή απομάκρυνση του εαυτού σου απ’ το πεδίο της μάχης. Γιατί αλλιώς πρόκειται να θρηνήσουμε θύματα. Ενόχους και μη. Το ξέρεις. Το έχεις εμπεδώσει από κάτι άλλες παρόμοιες καταστάσεις που –και καλά– πήγες να τις αντιμετωπίσεις, αλλά κατέληξες είτε χωρισμένος είτε με τους μισούς σου φίλους είτε παραλίγο οικότροφος.

Και κάπου εκεί, κάποιος που σε ξέρει αρκετά καλά για να αντιλαμβάνεται ότι άρχισες να παίρνεις το άθλιο, δευτεριάτικο, πρωινό σου ύφος, αλλά όχι αρκετά καλά για να ξέρει τι θα σε βοηθούσε, σου πετάει τη λέξη «ηρέμησε». Κι αυτή η ύπουλη η μικρή λεξούλα πάει και κάθεται ακριβώς στο κέντρο ελέγχου της οργής σου, ενεργοποιώντας το πλήρως. Τότε ποιος σε είδε και δε σε φοβήθηκε! Είσαι σίγουρος πως ακόμη κι εσύ να σε έβλεπες, θα ανέτρεχες σε γενεαλογικά δέντρα για πιθανή συγγένεια με τον Εωσφόρο.

Νιώθεις την ανάγκη να ξεσπάσεις, να τα βγάλεις όλα από μέσα σου, να ηρεμήσεις. Μπας και σταματήσει να σε πνίγει όλο αυτό το παράπονο και να σου δένει κόμπο το στομάχι ο απεριόριστος θυμός που σε διακατέχει. Μπας και πέσουν οι παλμοί σου στο μισό επιτέλους κι η πίεσή σου σταματήσει να οδεύει προς τα κιλά σου. Έλα, όμως, που δεν μπορείς. Βρίσκεσαι στη δουλειά, στην τάξη, στο αμφιθέατρο. Κι αυτό είναι που σου τη δίνει ακόμη πιο πολύ στα νεύρα. Και φόρτωνε εσύ μέχρι να πας σπίτι…

Κι όταν το κάνεις, έρχεται μια ηλίθια ερώτηση από κάποιον απ’ τους δικούς σου –σίγουρα, απεσταλμένο του σύμπαντος που αναζητεί διακαώς να σε τιμωρήσει– να βάλει το κερασάκι στην τούρτα, ρωτώντας σε με ένα απορημένο ύφος «Ήρθες;». Προσπαθείς να κάνεις μια ύστατη προσπάθεια να κρατήσεις την ψυχραιμία σου και να μην απαντήσεις, μέχρι η σιωπή σου να δημιουργήσει πρόβλημα αδιαφορίας. «Μα τι θέλουν όλοι πλέον από εμένα;», ουρλιάζεις, κλείνοντας την πόρτα πίσω σου.

Αναλογίζεσαι για το βαθμό που μπορεί να αδιαφορούν τα αγαπημένα σου πρόσωπα για το ενδεχόμενο να περνάς μια κακή μέρα. Καλά οι ξένοι, αλλά κι οι δικοί σου άνθρωποι; Η ώρα περνά με εσένα να σκέφτεσαι αν είναι δυνατό να μην υπάρχει ούτε ένα άτομο πάνω σε αυτόν τον πλανήτη που να καταλαβαίνει τη θέση σου και να σε ηρεμεί -τουλάχιστον να προσπαθεί.

Και τότε είναι που καταλαβαίνεις ότι τα μόνα πλάσματα που θα ήταν σε θέση να το κάνουν, δεν είχαν καν την ευκαιρία, αφού εσύ ο ίδιος τους απομάκρυνες απ’ την πρώτη κουβέντα που δοκίμασαν να ανταλλάξουν μαζί σου.

Στην τελική, έχουμε ανάγκη να ξεσπάσουμε. Κι επιλέγουμε πού θα το κάνουμε. Ξεσπάμε σε αυτούς που είμαστε σίγουροι πως μας αγαπάνε τόσο όσο χρειάζεται για να μην τους διώξει απ’ τη ζωή μας η νευρική συμπεριφορά μας. Σε εκείνους τους λίγους που κάνουν ένα βήμα πίσω –και δύο καμιά φορά– όταν μας βλέπουν αναστατωμένους. Στους σημαντικούς, που έχουν τη δύναμη να καταλαβαίνουν πότε ξυπνήσαμε στραβά και που κάνουν στην άκρη όποιο εγωισμό έχουν, για να διασφαλίσουν ότι θα κοιμηθούμε ήσυχοι το βράδυ. Σε αυτούς τους σπουδαίους, που δε θα κρατήσουν ποτέ κακία για όσα είπαμε ή κάναμε εν βρασμώ, αφού ο μόνος λόγος που θα τα θυμούνται είναι για να μας κοροϊδεύουν όταν ηρεμήσουμε και να μας θυμίζουν μετέπειτα πόσο μεγάλο άγαλμα θα έπρεπε να τους στήσουμε που τα υπέμειναν όλα αυτά.

Σε εκείνους, που θα καταλάβουν πότε απολογούμαστε για τη συμπεριφορά μας έμπρακτα και θα το δεχτούν χωρίς να χρειαστεί να βγει ούτε μια λέξη· τόσο απ’ το στόμα μας όσο κι απ’ το δικό τους.

 

Συντάκτης: Ελένη Σιήμη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη