Μετά από ένα γεμάτο Σαββατοκύριακο ποιος πάει δουλειά τη Δευτέρα; Διάθεση και κίνητρο να τείνουν στο πλην άπειρο. Δεν είναι που βαριέσαι τη δουλειά ή είσαι μίζερος, τεμπέλης κι άλλες χιλιοειπωμένες κακοήθειες, είναι αυτή η καθημερινότητα που μας σκοτώνει. Τα ίδια πράγματα στους ίδιους ρυθμούς, μονοτονία. Κάπου σε χάνεις μεταξύ των Δευτέρων και των Παρασκευών, ξεθωριασμένο ανθρωπάκι της πόλης καλά προγραμματισμένο στο εύρυθμο επιβεβλημένο του πρόγραμμα.

Κι εκεί που λες πάει το έχασα το παιχνίδι, έγινα αυτά που κορόιδευα, εκλιπαρώ για δανεικές ανάσες τα Σαββατοκύριακα, έρχεται το αναπάντεχο. Τσουπ, να σου ένα φλερτάκι στο γραφείο απ’ το πουθενά. Και να πώς όλα αποκτούν το χρώμα τους ξανά. Οι μουντές Δευτέρες γίνονται πολύχρωμες. Ο δρόμος για τη δουλειά ευχάριστος. Εσύ ζωντανός και χαμογελαστός ξανά. Ξυπνάς το πρωί ευδιάθετος. Προσέχεις τι να βάλεις, αρωματίζεσαι, σιγοτραγουδάς. Μέχρι που λες και καλημέρα, τέτοια πρόοδος.

Κι έπειτα είναι τα αστειάκια, τα κρυφά χαμόγελα πεταμένα δεξιά κι αριστερά. Ένας καφές, ένα σημείωμα, κάτι υπονοούμενα. Κι είναι όλα τόσο καλύτερα. Είσαι ξανά ένα δραστήριο πλάσμα κι όχι ένα εργαζόμενο ρομπότ. Ευδιάθετος, κοινωνικός μέχρι κι αποδοτικότερος, να φανταστείς. Πιάνεις τον εαυτό σου να γελά και να το εννοεί, και ξαφνιάζεσαι. Τα Σαββατοκύριακα ξαφνικά διαρκούν περισσότερο κι εσύ ανυπομονείς για τη Δευτέρα. Και διερωτάσαι τι δύναμη έχει αυτό το φλερτ.

Είναι η αλλαγή, το καινούργιο, το σπάσιμο της ρουτίνας. Κάτι να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον, να σου χαρίσει δώσεις οξυγόνου στον βάναυσο πνιγμό σου. Κι εσύ το δέχεσαι με μια λυτρωτική ανακούφιση. Σαν να το περίμενες. Το χρειαζόσουν. Γεμίζεις τα πνευμόνια σου με το δανεικό οξυγόνο και βλέπεις τα πράγματα από μία νέα οπτική γωνία.

Και μακάρι το άρθρο να τέλειωνε εδώ. Δυστυχώς ακολουθεί κι ένα «αλλά» -ως συνήθως. Είναι κι ένα σύστημα που μας θέλει σκυφτούς, γκριζαρισμένους, υποταγμένους στη μοίρα μας. Έρχεται, λοιπόν, η εταιρεία και σου λέει «Όσο χάρηκες, χάρηκες. Πίσω στη μιζέρια σου. Σχέσεις μεταξύ εργαζομένων δεν επιτρέπονται».

Και ρωτάω εγώ τώρα, ποιος λογικός άνθρωπος τα σκέφτεται αυτά τα πράγματα; Αρνούμαστε ότι ο εργαζόμενος είναι άνθρωπος κι όχι ρομπότ; Γιατί αν αποδεχτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με άνθρωπο κι όχι με μηχανή, τότε γιατί του αρνούμαστε τα δικαιώματα και τις ανάγκες του; Αν δεν είναι ο έρωτας ανάγκη, τότε τι; Κι οι συντεχνίες για τόσα και τόσα αγωνίστηκαν, οκτάωρα, μισθούς, καλές συνθήκες εργασίας∙ ένας καλός άνθρωπος να διεκδικήσει το δικαίωμα στον έρωτα δε βρέθηκε;

Πώς στερούμε έτσι αβίαστα μια πιθανότητα στην ευτυχία; Οκ, αντιλαμβάνομαι ότι είναι ρίσκο να μπλέκονται τα επαγγελματικά στα ερωτικά, ότι σε έναν πιθανό χωρισμό επηρεάζεται κι η αποδοτικότητά τους κι η συνεργασία τους, άρα κι η εταιρεία. Αλλά θα έπρεπε να υπάρχουν τα δεδομένα, να είναι γνωστά κι η απόφαση να εναπόκειται στους άμεσα ενδιαφερόμενους. Εννοώντας ότι η εταιρεία έρχεται και λέει στους υπαλλήλους «Κάντε τα δικά σας, αλλά στο χώρο εργασίας απαιτώ επαγγελματισμό κι όποιος ξεφύγει απ’ τα δεδομένα κριτήρια θα υποστεί τις συνέπειες». Κι έπειτα το ρίσκο να ‘ναι στα χέρια του εργαζομένου.

Αλλά πού τέτοια διάθεση; Μας αρέσει το «απαγορεύεται» να το χρησιμοποιούμε, να επιβαλλόμαστε σε όποιον μπορούμε όσο μπορούμε. Μας βολεύει το μουντό. Η δυστυχία κάνει τον άλλον πιο διαχειρίσιμο. Η ευτυχία τρομάζει.

Αν θέλετε την ταπεινή μου γνώμη, ερωτευτείτε άφοβα. Τιμή σας και καμάρι σας. Αν βρείτε κάποιον να χρωματίζει τις Δευτέρες σας, κρατείστε τον. Τα θέλουμε τα χρώματα όσο σκουραίνουν τα πράγματα. Θέλουμε το οξυγόνο και τις δώσεις ευτυχίας. Τα θέλουμε γιατί αλλιώς χανόμαστε!

Συντάκτης: Μαρίνα Πολυκάρπου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη