14 Φλεβάρη σήμερα. Απόγευμα, η μέρα ξεθωριάζει, τα φώτα αργοσβήνουν, ο κόσμος απομακρύνεται, τα συναισθήματα αργοπεθαίνουν, οι καρδιές δηλώνουν ανύπαρκτες.

Απ’ το μεσημέρι κάθομαι στην παραλία της Θεσσαλονίκης, όχι προκειμένου να θαυμάσω τα ελαφρά κύματα που στολίζουν τη θάλασσα, αλλά με σκοπό να παρατηρήσω συμπεριφορές, συναισθήματα, κινήσεις, ανθρώπους. Να διεισδύσω έστω και με την παρατήρηση στα ενδότερά τους, να διαπιστώσω αν στην τελική υπάρχει αγάπη, ευγενικά συναισθήματα, έρωτας.

Ζούμε, θεωρώ, σε μια κοινωνία, όπου πλέον το αληθές, το αγαθό και το ευγενές είναι ταυτόχρονα ένοχο, έγκλημα κι αμάρτημα. Στο όνομα του χρήματος, της ευκολίας και της επιτυχίας, οι ανθρώπινες αξίες κλονίζονται. Μήπως ζούμε άραγε μία καθημερινότητα, όπου η έννοια «ζωή» λειτουργεί μόνο κατ’ επίφαση; Εύλογα, όμως, κάποιος θα αναρωτηθεί και τι με αυτό. Πράγματι, αυτά τα στερεότυπα κατηγορητήρια τώρα τελευταία φιγουράρουν παντού, ίσως όμως και να χρησιμοποιούνται ως αφορμή κι η πραγματική αιτία να καμουφλάρεται επιδέξια.

Αγίου Βαλεντίνου σήμερα. Αγκαλιές από κατακόκκινα τριαντάφυλλα, χιλιάδες μπαλόνια, άλλα στα χέρια των περαστικών κι άλλα ελεύθερα στον αέρα, σοκολάτες και κάθε είδους γλυκίσματα, συμβολικά δώρα… Η οικουμένη γέμισε αγάπη. Ο παιάνας του έρωτα τέθηκε σε εφαρμογή. Οι καρδιές των ανθρώπων ξεκλείδωσαν, έτοιμες φανερά να δεχτούν στους κόλπους τους την αποδοχή, την ασφάλεια, τη σιγουριά, τα όνειρα.

Την ακατάπαυστη ονειροπόληση που με διακατείχε, τη διακόπτει η διερευνητική μου ματιά. Πιο εκεί, μια νεαρή κοπέλα καθόταν μονάχη της στην προκυμαία, φανερά λυπημένη -στοιχείο οξύμωρο συγκριτικά με την ομορφιά τόσο της ημέρας, όσο και του τοπίου. Τη σκέψη της άτσαλα διακόπτει μια φωνή, δυνατή, με μια χροιά αγωνίας.

«Αρετήηη». Ένας νεαρός άντρας με μια ανθοδέσμη από τουλίπες –μου έκανε εντύπωση το λουλούδι, άκρως ριζοσπαστικό– την πρόσφερε στην κοπέλα. Η τελευταία αιφνιδιάστηκε, τα μάτια της, μόλις τον είδε, πέταγαν σπίθες. Αυτός ξαφνικά ανήμπορος, πρόφερε ψιθυριστά, με τα μάτια κάτω, μια άηχη «συγγνώμη», που όμως έδειχνε να έχει ζωή μέσα της.

Η Αρετή, έτσι έλεγαν την κοπέλα, έβαλε τα κλάματα. Με μία φωνή σπασμένη απ’ τη συγκίνηση, του είπε: «Μάνο, πρoσπάθησε λίγο παραπάνω». Εκείνος: «Αρετή μου, προσπαθώ! Για σένα, για εμάς, για το μέλλον, για τα όνειρά σου, για τη ζωή σου και τη δική μου». «Και μετά;», θα με ρωτήσετε. Και μετά τι; Σε αυτά, το μετά είναι μόνο για αυτούς που το ζουν, μόνο γι’ αυτούς που συμμετέχουν σε αυτή τη μυσταγωγία, σε αυτή την κοινή τελετή της αγάπης, που είναι, όμως, τόσο διαφορετική για τον καθένα.

Τι είναι, λοιπόν, αγάπη, έρωτας; «Δεν ξέρω, είμαι μικρός», θα πει κάποιος νέος. «Αγάπη θα πει να είσαι με τον ίδιο άνθρωπο τόσα χρόνια και κάθε μέρα να τον αγαπάς σαν να ήταν εκείνη η πρώτη αρχή της κοινής σας διαδρομής», λέει μια ηλικιωμένη κυρία. «Ο έρωτας κι η αγάπη υπάρχουν μόνο στα παραμύθια και στα love story του κινηματογραφικού Hollywood», ίσως πει κάποιος εργένης, ή μπορεί κι απατημένος σύζυγος. Όσο κι αν δεν αποτελεί κοινή παραδοχή, πιστεύω ότι όλες οι ηλικίες, απ’ τη πιο μικρή ως την πιο μεγάλη έχουν βιώσει τα βέλη του έρωτα και της αγάπης τα γητέματα.

Γιατί στο κάτω-κάτω, αγάπη κι έρωτας είναι το ίδιο –ίσως ο δεύτερος να αποτελεί την αποκορύφωση του πρώτου–, αλλά και πάλι τότε είναι που είσαι ευτυχισμένος, γελάς, περνάς καλά, έχεις αυτό το χαζό –κάποιες φορές εκνευριστικό για τους άλλους– χαμόγελο καρφωμένο στο πρόσωπό σου.

Μαθαίνεις να πληγώνεις και να πληγώνεσαι, να στενοχωρείς και να στενοχωριέσαι, να εκνευρίζεσαι. Αντιλαμβάνεσαι, βέβαια, σε κάποιες δύσκολες στιγμές ότι η αγάπη δεν είναι δεδομένη, αλλά ούτε κι αυτονόητη. Θέλει κόπο και θέληση βαθιά για να κρατήσεις κοντά σου τον άλλον, θέλει να είστε μια ομάδα, εσύ κι αυτός. Ανάσα σου η ανάσα του…

Η νύχτα έχει πλέον σκεπάσει τη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος συνεχίζει απτόητος τις θορυβώδεις βόλτες του στην προκυμαία, το κρύο σκάει ύπουλα κι η θάλασσα αγριεύει σπασμωδικά. Ξάφνου όλο αυτό το βουητό, όχι μόνο μεγάλωσε, αλλά κι έγινε ακόμα πιο εκνευριστικό, λες και σηματοδοτούσε κάτι, λες κι η φύση προμήνυε την επόμενη κίνησή της.

Προτού φύγω, ανάβω ένα τελευταίο τσιγάρο και σιγά-σιγά στρέφω το βλέμμα μου προς τον Λευκό Πύργο και τότε σεισμός, γλυκιά κι ακατανόητη ταραχή. «Και μετά τον είδα ανάμεσα στον κόσμο κι ήξερα ότι ήταν αυτός… Και κάπως ταράχτηκα, γιατί ήξερα ότι θα μπω σε μεγάλους μπελάδες. Μα το χειρότερο είναι ότι ήθελα να μπω σε πολύ μεγάλους μπελάδες. Μαζί του…».

Αέρας, κύματα κι οι πρώτες σταγόνες βροχής να πέφτουν. Σηκώνομαι, σβήνω το τσιγάρο κι οδεύω προς τη δική μου περιπέτεια. Χάνομαι μέσα στη νύχτα, χανόμαστε μαζί.

 

Για όλες τις ψυχές, που αγάπησαν, αγαπούν και θα αγαπούν με τέτοια τρυφερότητα, που φτάνεις να αναρωτιέσαι τι αξιοζήλευτο κράμα στοιχείων, αξιών κι ιδανικών είναι ο άνθρωπος.

Συντάκτης: Ελένη Κορομβόκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη