Να ενθουσιάζεσαι όταν ξεκινάει κάτι καινούριο στη ζωή σου με έναν άνθρωπο είναι απολύτως φυσιολογικό. Από αυτόν τον ενθουσιασμό άλλωστε θα κριθεί αν αυτό που θα εξελιχθεί θα είναι έρωτας, ο οποίος με τη σειρά του θα φέρει περισσότερα, ή αν δε θα εξελιχθεί καν αυτό που έχετε.

Όμως, όπως δεν μπορείς να ελέγξεις πάντα τα συναισθήματά σου, πολλές φορές δεν μπορείς και να μετριάσεις τον ενθουσιασμό σου.

Γιατί όσο κι αν προσπαθείς να κάνεις focus στη δουλειά σου, στη σχολή σου, να κάνεις γυμναστική, να βγαίνεις με φίλους και σε γενικές γραμμές να κρατάς το μυαλό σου απασχολημένο από το να σκέφτεσαι το καινούριο αίσθημα, ξέρεις πολύ καλά ότι με την παραμικρή αφορμή θα σου ‘ρθει στο μυαλό. Είτε το ξεστομίσεις, είτε το αφήσεις να περιπλανάται στις σκέψεις σου. Ένα μήνυμα να στείλει, ένα like να κάνει, ξαφνικά βρίσκεσαι στον έβδομο ουρανό.

Θα αρχίσουν και οι γνωστές ατάκες των φίλων σου, ότι δηλαδή την πάτησες, έχεις φάει χοντρό κόλλημα, όλο με αυτό ασχολείσαι και τα συναφή. Θα σε πειράξουν αυτά τα λόγια τους, θα προσπαθήσεις να δικαιολογηθείς, να τους πείσεις ότι υπερβάλλουν κι ότι δεν ισχύουν όσα λένε. Κατά βάθος, όμως, ξέρεις ότι έχουν δίκιο. Για άλλη μία φορά, έχεις ήδη πέσει με τα μούτρα.

Το ‘χεις καταλάβει από το ότι η διάθεσή σου βασίζεται στις κινήσεις του απέναντί σου εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Σου στέλνει; Μιλάτε; Η διάθεσή σου βρίσκεται στα ύψη, βγαίνεις με τους φίλους σου και είσαι η ψυχή της παρέας. Έστειλες εσύ και δε σου απαντάει; Κλείνεσαι μέσα κι ακούς καταθλιπτικά τραγούδια, δεν έχεις διάθεση για τίποτα, όλα μοιάζουν μάταια.

Το «άσχημο» του να πέφτεις με τα μούτρα δεν είναι μόνο το ότι δεν ελέγχεις με ποιον θα το πάθεις, αλλά το ότι παρ’ όλο που δε θες να είσαι έτσι, είσαι. Δε θες ρε γαμώτο να ασχολείσαι συνέχεια με έναν άνθρωπο που δεν ανήκεις στις βασικές του προτεραιότητες, που χαλιέσαι ενώ ξέρεις ότι εκείνος δε θα χαλαστεί επειδή δεν του απάντησες για λίγες ώρες, που στο κάτω-κάτω δεν έχετε κάτι ουσιαστικό ακόμη.

Αυτή η σκέψη λοιπόν, αυτό το συναίσθημα «δεν πρέπει να πέσω με τα μούτρα γιατί είναι αρχή ακόμη», είναι που σε κάνει μέρα με τη μέρα να πέφτεις με τα μούτρα ολοένα και πιο πολύ. Ο λόγος ο βασικός βρίσκεται στις δύο λέξεις-κλειδιά: «Δεν πρέπει».

Καταρχάς, τι πάει να πει δεν πρέπει; Ποιος ορίζει τι πρέπει και τι όχι; Και πες ότι κολλάς με αυτόν τον άνθρωπο, ακόμη κι αν δε σου ‘χει δώσει τόσα σημάδια. Τι κακό μπορεί να συμβεί δηλαδή; Στη χειρότερη, δε θα θέλει να το συνεχίσετε, παρ’ όλο που εσύ θα καίγεσαι και θα σιγολιώνεις. Βρες μου σε παρακαλώ το κακό μέσα σε όλα αυτά ποιο είναι.

Θα απογοητευτείς επειδή έπεσες έξω, θα στενοχωρηθείς, θα νομίζεις ότι έρχεται η συντέλεια του κόσμου. Όμως μάντεψε. Καμία συντέλεια δεν έρχεται, κανενός ο κόσμος δεν καταστρέφεται, παρά μόνο ο μικρόκοσμος που διατηρούσες εσύ στο κεφάλι σου ενώ ήταν στη ζωή σου αυτός ο άνθρωπος. Και όπως δηλώνει άλλωστε και το πρώτο συνθετικό του, αυτός ο κόσμος παραείναι μικρός σε σχέση με τον πραγματικό, που βρίσκεται εκεί έξω και σε περιμένει ανυπόμονα να βγεις έξω και να τον μάθεις, να τον ζήσεις, να τον εκτιμήσεις.

Το ποιον θα σκέφτεσαι, πώς και γιατί το ορίζεις μόνο εσύ και αφορά μόνο εσένα. Το πώς θα καταλήξει κάτι που βρίσκεται ακόμα στις αρχές του, είναι και πολύ νωρίς για να το σκέφτεσαι, και πάντοτε υπάρχει η τεράστια πιθανότητα να πέσεις έξω, όσα κι αν σου δείχνει ή δίνει ο άλλος. Συνεπώς, γιατί να κάθεσαι και να χαλιέσαι για το τέλος που είτε καλό είτε κακό, είναι αναπόφευκτο;

Ζήσε την αρχή του καινούριου στο έπακρο, πέσε με τα μούτρα, σπατάλησε όλη σου την ενέργεια σε αυτό. Στείλε το ρημάδι το μήνυμα αφού τόσο πολύ θέλεις να μιλήσετε κι ας έχει καιρό να στείλει ο άλλος πρώτος. Το αν γουστάρετε ή όχι, ούτε εσείς δεν το ξέρετε ακόμα καλά-καλά. Κι αν είναι να ρίξεις κάτι, ρίξε εγωισμούς για να καταλάβεις τι γίνεται.

Το να επιμένεις σε κάποιον και στην τελική να σε απορρίψει, θα σου χαλάσει βράδια μετρημένα, που μετά από λίγο καιρό μετά βίας θα τα θυμάσαι. Τα «αν» είναι αυτά που θα σου χαλάσουν βράδια αμέτρητα που μπορεί να τα θυμάσαι και για μια ζωή.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ειρήνης Μανουσαρίδου: Ιωάννα Κακούρη

 

Συντάκτης: Ειρήνη Μανουσαρίδου