Ίσως να έχετε πιάσει τους εαυτούς σας ν’ αναπολείτε όλες εκείνες τις στιγμές που, με όλη την παλέτα των χρωμάτων, διακόσμησαν σχέσεις που είχατε και δεν έχετε πια. Ας το παραδεχτούμε. Είναι αναμνήσεις που έρχονται και φεύγουν, χωρίς όμως πραγματικά ν’ αποχωρούν ποτέ από μέσα μας. Ακόμη κι αν προσπαθούμε για τους λόγους μας να τις σβήσουμε, παραμένουν εκεί, ξεθωριασμένες κι ανακαλούνται κάθε φορά που κάτι βλέπουμε, κάτι συναντάμε, κάτι ακούμε.

Δε θέλει και πολύ, άλλωστε, για ν’ αναδυθεί μια ανάμνηση. Όλες μας οι αισθήσεις είναι παρούσες και λειτουργούν συνεπικουρικά γι’ αυτό. Πολλές φορές μάλιστα, το προκαλούμε κι εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας, ακριβώς για να ξαναζήσουμε, υποφερτά ή μη, τη στιγμή που μας λείπει. Αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση η νοσταλγία που νιώθουμε γι’ αυτούς τους ανθρώπους και τις μοιρασμένες στιγμές. Δεν είναι απαραίτητα κακό να πορευόμαστε χωρίς αυτούς, αλλά και καθόλου εύκολο να μετατρέπουμε μια δυνατή συναισθηματική συνήθεια σε παυστική οριστικότητα. Αν μπορούσαμε να επιλέξουμε κάποιες ερωτήσεις, μην περιμένοντας απαντήσεις, θα ήταν κάποιες απ’ τις παρακάτω.

 

«Δε σου έλειψαν οι συζητήσεις μας στο τηλέφωνο;»

Όπου κι αν βρισκόμασταν, όταν βλέπαμε αυτό το νούμερο να μας καλεί, γινόμασταν πάντα διαθέσιμοι. Θ’ απαντούσαμε και θ’ ακούγαμε αυτό που βασάνιζε και ταλαιπωρούσε και που έχρηζε επειγόντως λύσης εκείνη τη στιγμή. Κι ας συζητούσαμε ακριβώς το ίδιο πράμα την προηγούμενη μέρα. Κι ας είχαμε πει ότι έληξε και δεν υπάρχει κάτι άλλο να ειπωθεί. Δεν είχε απολύτως καμία σημασία. Κάτι θα μας είχε ξεφύγει. Κάτι καινούριο θα είχε προστεθεί που θ’ άλλαζε τα δεδομένα και τη ροή της σκέψης. Πολυσυζητημένο, υπερκαλυμμένο, έπρεπε ξανά να το πάρουμε απ’ την αρχή και να το ξαναπούμε. Τέλος.

 

«Δε σου έλειψε αυτός ο μοναδικά εύγευστος καφές στο μπαλκόνι;»

Η παρέα που επιλέγουμε στον καφέ είναι μια ιερή στιγμή. Είναι μια απόφαση να μοιραστούμε αυτήν τη γρήγορη μα τόσο απολαυστική συνήθεια με κάποιον άλλον. Όταν το καταφέρναμε λοιπόν κι είμαστε μαζί, αυτός ο καφές είχε άλλη γεύση. Το χαρμάνι του επηρεαζόταν απ’ τις αντίστοιχες συζητήσεις μας κι ευωδίαζε αναλόγως.  Τον απολαμβάναμε με ρέγουλα για να μην τελειώσει γρήγορα και χρειαστεί ν’ αποχωριστούμε. Μέχρι βέβαια την επόμενη φορά που δεν αργούσε και τόσο.

 

«Δε σου έλειψε η ασφάλειά μας;»

Μπορεί και να μην υπήρχε ποτέ ουσιαστική απειλή, παρ’ όλα αυτά και στις πιο μικρές προσωπικές μας ανασφάλειες, ήμασταν εκεί ο ένας για τον άλλον. Όλη η αμοιβαία ακροαστική δυναμική μας, δούλευε σε μάξιμουμ ισχύ. Οι εναλλακτικές προτάσεις που έπεφταν στο τραπέζι για να ελευθερωθούμε απ’ τα «ανούσια» προβλήματά μας, μάς έκαναν να νιώθουμε κάπως καλύτερα και σίγουρα νιώθαμε πιο ανάλαφροι κι ασφαλείς.

 

«Δε σου έλειψε να έχεις έναν συνένοχο στα μυστικά σου;»

Είναι αυτοί, οι κάποιοι άνθρωποι, που μεταφέραμε επτασφράγιστα μυστικά με την απόλυτη βεβαιότητα ότι δε θα φανερωθούν ποτέ. Μυστικά που ξεχνούσαμε με τον καιρό ότι υπήρχαν κι επανέρχονταν με τις θύμησες του παρελθόντος, ίσα-ίσα για να μας ψιθυρίσουν ότι ήταν πάντα εκεί. Δεν ήταν απλώς εχεμύθεια. Ήταν κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Θεωρούνταν δεδομένο ότι θα κρατούνταν ασφαλή, ανεξαρτήτως της έκβασης της σχέσης.

 

«Δε σου έλειψε να μιλάμε με τα μάτια;»

Κι αν ζήσαμε στιγμές όπου το μόνο πράγμα που αρκούσε ήταν να συναντώνται τα βλέμματα χωρίς να πούμε κάτι περισσότερο. Καταλαβαίναμε αμέσως τι έπρεπε να αποσιωπηθεί ή να επισημανθεί και με ποιο τρόπο. Μάλιστα, υπήρχαν στιγμές που ο συντονισμός μας στις αντιδράσεις ήταν τέλειος, λες κι είχαμε προπονηθεί γι’ αυτό. Δεν ήταν τυχαίο. Η χρυσή τομή ήταν τα κοινά στοιχεία της παιδείας μας κι ο τρόπος που είχαμε μεγαλώσει μας έβγαζε αρκετές φορές κι από δύσκολες θέσεις.

 

«Δε σου έλειψε να είμαστε η πρώτη αμοιβαία γραμμή υπεράσπισης;»

Υπήρχαν στιγμές που σφάλαμε, αλλά ήταν αδιανόητο να μην μπαίνουμε μπροστά ο ένας για τον άλλον. Γεννιόνταν πάντα αυτός ο στιγμιαίος νόμος να σηκώνουμε τείχη προστασίας προκειμένου να διώξουμε μακριά τα κατηγορητήρια βέλη. Δε δεχόμασταν να κυκλοφορούν άσχημες λέξεις για το πρόσωπό μας, ακόμη κι αν κάποιοι είχαν τα δίκια τους. Μεταξύ μας, βριζόμασταν κι επιστρέφαμε στη σωστή θέση. Εκεί έξω όμως, όχι. Ιερή ενδόμυχη υπόσχεση.

 

«Δε σου έλειψε να ξαναβρίσκουμε μαζί την ψυχική ισορροπία που μόνοι μας γκρεμίζαμε;»

Αυτή η μανία να μετατρέπουμε ο ένας τον άλλο σε σάκο του μποξ ήταν αξιοσημείωτη. Κάθε φορά που διαλύαμε την ψυχική μας ισορροπία, καταφέρναμε κάπως να την επαναφέρουμε. Τα λόγια που έφευγαν σαν σαΐτες κι είχαν ποτιστεί και με δηλητήριο, επέστρεφαν στη βάση τους, λησμονούνταν και μηδένιζε το κοντέρ. Αν ήταν και κανείς παρών, τότε αναρωτιόνταν ότι μάλλον δε στέκουμε και πολύ καλά. Δεν πειράζει όμως, δεν μας πολυένοιαζε γιατί ξέραμε ο ένας τον άλλον κι απ’ την καλή αλλά κι απ’ την ανάποδη.

 

«Δε σου έλειψε η ταιριαστή προσφώνηση των ονομάτων μας;»

Ερωτευμένα/χωρισμένα ζευγάρια, αχώριστοι/μαλωμένοι φίλοι, ταιριασμένα/αταίριαστα αδέρφια. Όλοι μας σίγουρα είχαμε ένα ταίρι που τ’ όνομά του προσφωνούνταν μαζί με το δικό μας σαν να ήταν ένα. Υπήρχε ένα φανταστικό ενωτικό ανάμεσά τους ή το «και» που τα συνόδευε δεν ήταν απλώς ο συμπλεκτικός σύνδεσμος αλλά η κόλλα που τα έκανε να μοιάζουν αχώριστα. Μάλιστα, είχε καταντήσει τόσο εύηχο όλο αυτό, κι όταν καμιά φορά ακούγαμε τ’ όνομά μας με κάποιο άλλο, κάπως ξένιζε μέσα μας.

 

«Δε σου έλειψαν οι σκανταλιές που κρύβαμε απ’ όλους κι απ’ όλα;»

Όλοι έχουμε έναν άνθρωπο που κάλυψε τις κακοτοπιές μας αλλά κι εμείς κάναμε ακριβώς το ίδιο γι’αυτόν. Δεν ήταν αμοιβαία υπόσχεση. Ούτε συμφωνία αίματος, α λα παλαιά. Για την ακρίβεια, ήταν ένας άγραφος νόμος. Ό,τι κι αν συνέβαινε, αυτές οι σκανδαλιές θα έμεναν για πάντα στο ανείπωτο σύμπαν. Κι αυτό, όχι γιατί αφορούσαν απαραίτητα κάτι φοβερό και τρομερό, αλλά γιατί αφορούσε εμάς και μας πρόσδιδε μια κατά φαντασίαν δύναμη κι αίσθηση ανωτερότητας έναντι των άλλων.

 

«Δε σου έλειψαν οι μουσικές που έπαιζαν στη διαπασών στ’ αμάξι;»

Πόσα μεταμεσονύκτια “ντριν” κι αν ήρθαν στις ζωές μας, που προμήνυαν βραδινές τσάρκες στο πουθενά και στο παντού, παρέα με το μαζί και το εμείς οι δυο. Έτσι, για το άνευ λόγου γαμώτο. Γιατί δεν είχαμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε απ’ το να είμαστε μαζί. Γιατί γουστάραμε τρελά να κατεβάζουμε τα παράθυρα στ’ αμάξι, ν’ ανεβάζουμε την ένταση της μουσικής και με τ’ αριστερό πόδι στο foot rest και το δεξί στο γκάζι να εκτοξεύεται η ταχύτητα στην εντελώς άδεια παραλιακή. Κι ο μικρόκοσμός μας, να γεμίζει μ’ αυτό το συνονθύλευμα εικόνων και μουσικής και να μετατρέπει την κάθε φορά σε “άνευ προηγουμένου”.

 

Καλό και βοηθητικό θα ήταν να μην αρνούμαστε την επαναφορά όλων αυτών των στιγμών που μας έκαναν κάποτε να γελάμε μέχρι δακρύων, να κλαίμε, να μαλώνουμε, να τα ξαναβρίσκουμε και τελικώς ν’ αποχωριζόμαστε. Συνήθως διαρκούν τόσο λίγο, που είναι αμαρτία να μην τους δώσουμε τον χρόνο που τους αξίζει για να πάρουν πνοή, ν’ αναβιώσουν και να μπουν ξανά στα μαγικά κουτάκια της εσωτερικής μας τακτοποίησης.

Τώρα, αν κάποιος εύλογα ρωτούσε: «μα καλά, πώς γίνεται να χάνονται ή ν’ αφήνουμε να χάνονται άνθρωποι μ’ αυτές τις στιγμές απ’ τη ζωή μας;», σίγουρα η δική μου απάντηση θα ήταν δανεισμένη και δοσμένη μουσικά από τους στίχους του Νίκου Πορτοκάλογλου και τη γεμάτο λυγμό φωνή της Ελευθερίας: «Τι λείπει; Tι φταίει; Kαι η καρδιά μου κλαίει;»

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου