Η 7η τέχνη μας έχει χαρίσει χιλιάδες αριστουργήματα και συνεχίζει να το κάνει. Εμείς απ’ την πλευρά μας, αυτό που έχουμε να κάνουμε είναι απλώς να τ’ ανακαλύπτουμε. Είναι βέβαια αυτονόητο, πως κάθε ένας απ’ αυτούς τους κινηματογραφικούς θησαυρούς, επανδρώνεται κι εμπλουτίζεται από εξαιρετικούς ηθοποιούς, μοναδικά soundtracks, απίστευτη φωτογραφία, κοστούμια μα πάνω απ’ όλα πετυχαίνει το άρτιο πάντρεμα όλων αυτών.

Το “Living” (Αισθάνομαι Ζωντανός), είναι ένα πρόσφατο αριστούργημα, που βγήκε στις αίθουσες των κινηματογράφων φέτος τον χειμώνα. Μια ταινία, της οποίας η διάρκεια κρατάει τόσο ώστε να μας μεταφέρει το βασικότερο και πιο υπαρξιακό μήνυμα όλων των εποχών: «Μην περιμένεις τον θάνατο για να ζήσεις.» Το έργο αυτό μπορεί να το παρακολουθήσει κάποιος μόνος αλλά και με παρέα. Απευθύνεται σ’ όλες τις ηλικίες μα κυρίως, θα έλεγα εγώ, στις νεαρότερες.

Ο σκηνοθέτης Oliver Hermanus πρωτοπορεί, επιλέγοντας ως πρωταγωνιστή τον χαμαιλέοντα Bill Nighy, έναν καταξιωμένο ηθοποιό με πολλές ταινίες στο βιογραφικό του. Αν ξεχωρίζαμε κάποιες απ’ αυτές, θ’ αναφερόμασταν στον Davy Jones των Πειρατών της Καραϊβικής με το υπέροχα εκφραστικό πρόσωπο γεμάτο πλοκάμια αλλά και στον Billy Mack της ταινίας “Love Actually”, όπου κι εκεί κατάφερε να μας κάνει να τον αγαπήσουμε ως ένα ξεπεσμένο και ξεχασμένο rock star. Ο Oliver Hermanus, συνεργαζόμενος με τον συγγραφέα Kazuo Ishiguro, καταφέρνει να διατηρήσει την κεντρική ιδέα της αρχικής ταινίας του Ακίρα Κουροσάβα- απ’ όπου είναι κι εμπνευσμένο- “Ο καταδικασμένος”, η οποία έχει να κάνει με το κύκνειο άσμα του πρωταγωνιστή ως προς την προσφορά του στον κόσμο, λίγο πριν τον αφήσει.

Παρακολουθώντας απ’ την αρχή μέχρι το τέλος το Living, νομίζουμε πως βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα κινούμενο carte-postale ή ότι περιηγούμαστε σε μια σειρά απ’ τους πίνακες του Monet. Η φωτογραφία σε σχέση με τη διατήρηση των χρωμάτων είναι εκπληκτική. Η έναρξη της ταινίας με την παρουσίαση της ομάδας των αντρών με το αυστηρό dress code της Αγγλίας του ’50, μας φέρνει θύμησες απ΄την εξαιρετική σκηνή του “The Thomas Crown Affair” το 1999, όταν μπαίνουν ίδιες πανομοιότυπες φιγούρες με τα χαρακτηριστικά καπέλα στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, προκειμένου ν’ αποπροσανατολίσουν την ασφάλεια κι αστυνομία και να κλέψουν τον πίνακα του Monet.

Ο Bill Nighy ως Mr. Williams, με την τέλεια προγραμματισμένη, ήρεμη αλλά και τόσο ακριβή εκτέλεση του ρόλου του, πετυχαίνει να μας κάνει ν’ αναρωτηθούμε στην αρχή, στη μέση αλλά και στο τέλος πόσο σημαντική είναι η αληθινή προσφορά μας στον κόσμο αυτό, ακόμη κι όταν δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα ως αντάλλαγμα, ακόμη κι αν αυτή η προσφορά απευθύνεται σ’ εντελώς άγνωστους ανθρώπους από εμάς. Μας υπενθυμίζει πως οποιαδήποτε προσφορά εκτελείται από πλευράς μας, η ικανοποίηση που γεννιέται επιστρέφει πάντα σ’ εμάς.

Η παρουσία του, καθ’ όλη τη διάρκεια, είναι οριακά νωχελική κι ως εκ τούτου δημιουργείται μια βαρύγδουπη αλλά σιωπηρή διερώτηση σ’ όλους εμάς που παρακολουθούμε για το αν περιτριγυριζόμαστε κι εμείς από τέτοιου είδους άτομα ή ακόμη κι αν είμαστε εμείς οι ίδιοι ένα τέτοιο άτομο. Η ερμηνεία του συνδέεται έντονα με τον υπαρξιακό μας ρόλο και ξεχειλίζει ένα μουγκό ψίθυρο, που όμως ηχεί τόσο δυνατά στα τύμπανά μας, κάνοντάς μας ν’ ακούμε τις σκέψεις μας στη διαπασών. Η αποστασιοποίηση, με την οποία διαχειρίζεται τον ρόλο που του έχει ανατεθεί εδώ και χρόνια ως δημόσιος υπάλληλος, θα έλεγε κανείς πως προσομοιάζει στην απτή πραγματικότητα της αρτηριοσκληρωτικής εικόνας των τωρινών δημόσιων υπηρεσιών, ακόμη κι αν έχουν περάσει 70 χρόνια απ’ την περίοδο που διαδραματίζεται η ταινία. Αντιλαμβανόμαστε την τεράστια αναμονή των αιτημάτων, νιώθουμε την αγανάκτηση της μεταφοράς του φακέλου μας στο “άλλο” γραφείο ή στην “άλλη” υπηρεσία, ταυτιζόμαστε με την οικειότητα της γνώσης όλων των χώρων της δημόσιας υπηρεσίας (καθώς έχει χρειαστεί κι εμείς να επισκεφθούμε μια αντίστοιχη για ένα θέμα 25 φορές) και τελικώς κουνάμε το κεφάλι συγκαταβατικά για το όλο τετελεσμένο της απόφασης που δεν έχει καν εξεταστεί απ’ το σωστό κλιμάκιο και ξεκινάμε φτου κι απ’ την αρχή.

Σε κάθε όμως τέτοια κατεστημένη διαδικασία, υπάρχει πάντα ο ένας ή οι κάποιοι που διαφέρουν και που καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά και κάτι πρέπει ν’ αλλάξει. Μπορεί ο ρόλος τους να μην είναι τόσο εμφανής ή να κατέχουν υψηλά ιστάμενες θέσεις ιεραρχικά. Προσπαθούν, ωστόσο, και με κάθε τρόπο να ξεχωρίσουν, κάνοντας τη διαφορά και βάζοντας τον εαυτό τους στην εξαίρεση του κανόνα. Στην προκειμένη, αυτούς τους ρόλους τους έχουν επωμιστεί κι εκτελέσει εξαιρετικά οι Aimee Lou Wood και Alex Sharp, που με τη φρεσκάδα τους και την πανέξυπνη ματιά τους καταλήγουν να είναι οι πιο κοντινοί άνθρωποι στον απροσέγγιστο κι ιδιαίτερα εσωστρεφή πρωταγωνιστή. Αποτελούν τη συμπληρωματική σανίδα σωτηρίας του και προσθέτουν, στην τόσο βεβαρημένη ατμόσφαιρά του, χαρμόσυνες νότες φιλίας, ακόμη κι αν τους χωρίζουν δεκαετίες.

Ο μοναδικός Bill Nighy μας υπενθυμίζει μέσω της υποκριτικής και του ρόλου του, πόσο συχνά δημιουργείται η ανάγκη να εκμυστηρευόμαστε κάτι σημαντικό που συμβαίνει στη ζωή μας σ’ έναν παντελώς άγνωστο. Μας προσκαλεί να δούμε πόσο εύκολο είναι να μετατραπούμε σε “Mr.Zombie”, πλησιάζοντας πολλές φορές έναν τεχνητό θάνατο που έχουμε οι ίδιοι φτιάξει με τα ίδια μας τα χέρια για την ίδια μας τη ζωή, χάνοντας στην ουσία όλες τις μικρές και καθημερινές ασχολίες, όπου και τελικώς βρίσκεται κι η τόσο πολύτιμη και δυσεύρετη ευτυχία. Μας ταρακουνά η μακάβρια διέλευση του χρόνου που συνδέεται με τον πρωταγωνιστή καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου και νιώθουμε πως συμπαρασυρόμαστε μαζί του μ’ έναν αγχώδη τρόπο.

Η ταινία θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια εκδοχή ύμνου της ζωής. Ο πρωταγωνιστής πετυχαίνει να ξεκινήσει να ζει απ’ τη στιγμή που μαθαίνει πως θα πεθάνει. Η ανακοίνωση του δυσάρεστου αλλά αναπόφευκτου νέου, τον ενεργοποιεί να δει, ν’ ακούσει και να πράξει όλα όσα ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι προλαβαίνει να κάνει. Ενεργοποιείται το κέντρο αποφάσεων του, κι όχι μόνο σ’ ό,τι αφορά το προσωπικό κομμάτι αλλά και το επαγγελματικό αλλά και διαπροσωπικό. Η θλίψη του μετατρέπεται σ’ ένα κύμα αισιοδοξίας που διατυμπανίζει την αποφασιστικότητα όλων αυτών που έχει σκοπό να εκτελέσει. Η αδυναμία του μετατρέπεται σε δύναμη ψυχής κι οραματίζεται, έστω στο βραχύ μέλλον που του απομένει, τη δημιουργία ενός έργου που θα αφορά την ανάταση ψυχών όλων των ηλικιών, την επαναφορά του παιδικού γέλιου στις γειτονιές και την προσφορά αυτής της μικρής καθημερινής ευτυχίας κι ασφάλειας σε μια συνοικία του Λονδίνου.

Το “Living” θα μπορούσε να προβάλλεται σε κάθε σχολείο στην αρχή σχολικής χρονιάς. Όλα τα μηνύματα που ακουμπούν αυτογνωσία, προσφορά, εκούσια θυσία, προσπάθεια κι επιμονή είναι εκεί και προβάλλονται μ’ έναν μοναδικά αξέχαστο τρόπο. Αυτός ο τρόπος, ακόμη κι αν σκηνοθετικά αναδεικνύεται μέσα από μια σκοτεινή χροιά της ζωής, δεν παύει να είναι αληθινός κι εντελώς ρεαλιστικός. Έχουμε δει ανθρώπους ν’ αλλάζουν μπροστά σε μια απειλή της ζωής τους, έχουμε ακούσει εξομολογήσεις από ανθρώπους που βίωσαν κάτι έντονο και δεν περιμέναμε ποτέ ν’ ακούσουμε, έχουμε υπάρξει κι εμείς οι ίδιοι κοντά στο άλλο σταυροδρόμι κι έχουμε ταρακουνηθεί μ’ έναν εσωτερικό σεισμό που όμως έκανε τη διαφορά.

Το Living κατατάσσεται στην κατηγορία αυτού του εσωτερικού σεισμού κι αξίζει να το δεις. Ίσως επιβάλλεται να το δεις και σίγουρα δε θα μετανιώσεις που το είδες.

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου