Όταν μεταβήκαμε στην ενηλικίωση άλλαξαν πολλά πράγματα μέσα σε μια νύχτα. Κι όταν λέμε ενηλικίωση, δεν εννοούμε την «κατά κανόνα» ενηλικίωση, ήτοι τα 18 έτη, αλλά εκείνη που σηματοδοτεί μια νέα εποχή αντίληψής μας, σ’ ό,τι μας περιβάλλει και μας επηρεάζει, ακόμη κι αν αυτό βρίσκεται στο αρκετά μακρινό παρελθόν μας. Είναι αυτή η κατάσταση που περιερχόμαστε κι αναζητούμε απαντήσεις για πρόσωπα και θέματα που μας είχαν απασχολήσει και που βρίσκουμε, λόγω της ωριμότητας, της εκπαίδευσης και των εμπειριών μας, ευκολότερο στο να κατανοήσουμε γιατί συνέβησαν και γιατί άφησαν την επιρροή και το σημάδι τους, επάνω μας.

Λίγο-πολύ, όλοι θυμόμαστε τους αγαπημένους μας εκπαιδευτικούς που μας στιγμάτισαν με την αθώα αγάπη τους και την άπλετη κατανόησή τους. Κυρίως όμως, τους κρατάμε γλυκά στον νου, για την αποδοχή τους για εμάς. Σίγουρα αναρωτιόμαστε πώς υπήρχαν αυτές οι φιγούρες και γιατί τις ξεχωρίζαμε. Ήταν γιατί δε μας μάλωναν ενώ είμαστε άτακτοι; Ή μήπως γιατί είχαν πάντα ένα καλό λόγο να πουν ακόμη κι αν δεν τα καταφέρναμε πολύ στα μαθήματα ή στις δεξιοτεχνίες; Θα μπορούσε βέβαια να ήταν κι αυτή η σύνδεση που δημιουργούνταν μεταξύ μας, για πράγματα που δε χρειαζόταν να πούμε αλλά γινόταν αντιληπτά απ’ αυτούς κι έτσι νιώθαμε μια παραπάνω ασφάλεια.

Πιθανόν, αυτή η μερίδα των εκπαιδευτικών που κρατήσαμε σαν φυλαχτό στις αναμνήσεις, κατάφερε ν’ αφιερώσει χρόνο στο δημιουργικό και πνευματικό εαυτό της. Μπορεί ακόμη να διάβασε κάποια βιβλία που θα ήταν για τα παιδιά ή τους μαθητές και θα της έδινε απλές συμβουλές για δύσκολες και περίεργες στιγμές που θα βίωναν μαζί τους. Σίγουρα όμως, μέσα σ’ αυτήν την ομάδα, θα υπήρξαν και κάποιοι που θα δούλεψαν ψυχοθεραπευτικά με τον εαυτό τους ή και θα σπούδασαν συμπληρωματικά σ’  ό,τι θα τους βοηθούσε στο να γίνουν προνοητικότεροι, λιγότερο επικριτικοί, ανθεκτικότεροι, πιο προσεγγίσιμοι κι ανοιχτόμυαλοι.

Θυμόμαστε όμως κι εκείνους που, για κάποιο λόγο, απέτυχαν να δείξουν την παιδαγωγική τους προσέγγιση κι έγιναν άχρωμες κουκκίδες στα μυαλά μας, μην αποτυπώνοντας κανένα απολύτως συναίσθημα και σκέψη. Ίσως να προκλήθηκε και κάποια ζημιά απ’ τη συμπεριφορά τους ή τα λόγια τους σε κάποια στιγμή της μαθητικής μας ζωής. Άρα το ερώτημα που γεννιέται είναι: Αφορά την προσωπική επιλογή του καθενός να δουλέψει με τον εαυτό του πριν δουλέψει με παιδιά; Πώς αυτό θα μπορούσε να προνοηθεί ώστε το εκπαιδευτικό σύστημα όλων των βαθμίδων να πλαισιώνεται με όσο το δυνατόν περισσότερο ανθρωποκεντρικό εκπαιδευτικό προσωπικό; Πόσο εύκολο θα ήταν, έτσι ώστε όταν ερχόταν η στιγμή μέσα στην τάξη, την αίθουσα και το αμφιθέατρο, να μπορούν να έχουν τη δυνατότητα να ξεχωρίσουν πότε πρέπει να πουν «αυτό» κι όχι «εκείνο» και να πράξουν «έτσι» κι όχι «αλλιώς»;

Τεράστια συζήτηση, με αχανή πλαίσια πολλαπλών τοποθετήσεων απ’  όλους τους τομείς που αγγίζουν την εκπαίδευση, την προσέγγιση του παιδιού και νέου κι ό,τι προκύπτει από τη σύζευξη αυτών. Σαφώς και στις παιδαγωγικές σχολές διδάσκονται κάποιες βασικές γνώσεις που έχουν να κάνουν με την αναπτυξιακή, γνωστική, κοινωνική κι εκπαιδευτική ψυχολογία. Είναι όμως αρκετό, στα 8 εξάμηνα, να καλυφθούν από 5 μαθήματα όλα αυτά που χρειάζονται ώστε να μπορέσει ο επικείμενος εκπαιδευτικός να καταλάβει, δει, προνοήσει και να επικοινωνήσει με την απέναντι πλευρά;

Έχοντας τη δυνατότητα να περιορίσουμε τα όρια αυτής της ματιάς, μας δίνεται η ευκαιρία να εξετάσουμε ρομαντικά τη δυνητική βελτίωση σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον και σίγουρα θα μπορούσαμε να κάνουμε πολλά. Ως εκ τούτου και καθώς η εκπαίδευση ανήκει στην αμέσως επόμενη βαθμίδα κοινωνικοποίησης μετά την οικογένεια, θα ήταν ιδανικό να υπήρχε ως προαπαιτούμενο, σ’ αυτόν που θα ήθελε ν’ ασκήσει εκπαιδευτικό ρόλο στην κοινωνία, να θεωρεί δεδομένο ότι η προστασία, η έγκαιρη διαχείριση κι η ψυχοσυναισθηματική ασφάλεια των παιδιών/μαθητών/φοιτητών θα ήταν αξίες αναντικατάστατες.

Η επιπλέον κατάρτιση με βαθύτερες προσεγγίσεις κι ανάλωση χρόνου στη διαχείριση έκτακτων γεγονότων μέσα στις τάξεις, η εντατική κι υποχρεωτική παρακολούθηση ατομικών κι ομαδικών συνεδριών των εκπαιδευτικών to be, η κάλυψη ύλης προερχόμενης απ’ τους μεγαλύτερους ψυχιάτρους και ψυχοθεραπευτές με ξεχωριστή διπλωματική εργασία, η πρόταση για εθελοντική εργασία σε συναφή περιβάλλοντα με παρόντα τον παιδικό πλούτο, η ψυχογραφική προσέγγιση κι ανάλυση των ενδιαφερόμενων φοιτητών ανά τακτά διαστήματα στη διάρκεια της τετραετούς φοίτησης θα ήταν λίγα απ’ αυτά που θα μπορούσαν να καθιερωθούν έτσι ώστε να μπορούσε να επιτευχθεί μια πιο ενισχυμένη εκπαίδευση.

Αν προικιζόταν το εκπαιδευτικό προσωπικό με τέτοια εργαλεία, τότε τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Οι μαθητές και φοιτητές θα έβρισκαν άπλετους λόγους για να μη χάνουν μάθημα ή οποιαδήποτε άλλη παρακολούθηση. Tο σύνολο αυτών των σχέσεων νηπιαγωγού-νηπίου, δασκάλου-μαθητή, καθηγητή-φοιτητή, θα αφορούσε μια συνεχόμενη αμοιβαία πολυεργασία με στόχο την απεξάρτηση του ενός απ’ τον άλλον. Θα συνδέονταν, με τον εκπαιδευτικό να έχει έναν ρόλο έξω απ’ την οικογένεια, ως  ρόλο αυτόνομο, ισχυρό κι απροκατάληπτο.

Ας σκεφτούμε, χωρίς να είμαστε αυστηροί κι επικριτικοί ούτε με τον εαυτό μας αλλά ούτε και με τους άλλους, πόσο ευεργετικό θα ήταν να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Πόσα λάθη θα προλαμβάνονταν από κακές επιλογές μαθητών και κηδεμόνων. Πόση αρωγή θα δινόταν σε παιδιά που αδυνατούν να μιλήσουν γιατί ντρέπονται ή φοβούνται. Πόση ενσυναίσθηση θα είχε αναπτυχθεί απ’ την υποχρεωτική κατάρτιση των εκπαιδευτικών, με αποτέλεσμα να προλαμβάνουν καταστάσεις που δε θα φαίνονταν με την πρώτη ματιά στους μαθητές τους. Τι πλαίσια ελευθερίας λόγου και προτιμήσεων θα είχαν αναπτυχθεί ώστε να μειωνόταν κάθε είδους περιθωριοποίηση.

Δεν είμαστε όλοι για όλα. Κι αυτό δεν είναι κακό. Οφείλουμε να τ’ ομολογήσουμε στους εαυτούς μας και να το παραδεχτούμε. Επίσης καλό θα ήταν να αποδεχτούμε την αδυναμία μας να αντιμετωπίζουμε καταστάσεις για τις οποίες κανείς δε μας έμαθε τον τρόπο και ταυτόχρονα να προκαλέσουμε την απενεχοποίησή μας, έστω ως έναν βαθμό. Όταν όμως επιλέγουμε να έχουμε στη ζωή μας εντατικά τον παράγοντα παιδί, θα έπρεπε ν’ απαιτούμε από εμάς, χωρίς κανένα ίχνος παρέκκλισης ή οικονομίας, να είμαστε πραγματικά προετοιμασμένοι για τον ερχομό του. Κι αυτό για να συμβεί, σ’ όποια κατηγορία κι αν ανήκουμε, προϋποθέτει τρία πράγματα: Ειλικρινή και σκληρή αυτό-αξιολόγηση, δεκτικότητα πορισμάτων και κοινή λογική για τη μετέπειτα απόφαση. Τίποτα δηλαδή ιδιαίτερα δύσκολο αλλά ταυτόχρονα και βαθιά ουσιώδες. Το’ χουμε;

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου