«Ασφαλώς και δεν πρέπει να μας δούνε παρέα». Ανεκπλήρωτοι και παράνομοι έρωτες που τραγουδήθηκαν με πάθος και ακόμα τραγουδιούνται για να ξαλαφρώσουν τον πόνο και την φορεμένη ένοχη για την ευχή να έχεις βρει το άλλο σου μισό και την κατάρα να είναι κατειλημμένο.

Όλα τα συμπλέγματα, οι δράσεις, οι αντιδράσεις, οι κοινωνικές κατασκευές και η πίεση που ασκούν για να καταδικαστεί μία απόλυτη αγάπη και ένα θείο πάθος φαίνεται ότι απασχόλησαν πολλούς και θα συνεχίσουν, αν σε αυτή την κοινωνία δεν αποδεχτούμε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και ότι μπορεί τελικά αυτό το άλλο μισό να μην είναι το μισό ενός άλλου μισού, όπως τελικά νόμιζαν στην αρχή. Και έτσι «περάσαμε ωραία λίγες ώρες μαζί» αλλά αυτή η αμείλικτη ώρα σημαίνει και την αποχώρηση του ενός και του πιο ενοχικού που δεν μπορεί να υπερβεί την ώρα και τα κατεστημένα και έτσι καταδικάζει και τους δύο να μην μπορούν να απολαύσουν το όλο που τους αξίζει στο χωροχρόνο.

Το παράνομο ταίρι που έχει περάσει στην όχθη της επανάστασης και της διεκδίκησης του έρωτα κόντρα σε όλους και σε όλα τραγούδα «δε με νοιάζει αν σε δουν, το πρωί που θα φύγεις σαν κλέφτης και μη γίνεσαι ψεύτης το ξέρουν πως μένεις αλλού». Είναι εκείνος από τους δύο που είναι έτοιμος να πάρει κεφάλια που στέκονται εμπόδιο στον έρωτα αυτόν. Εξάλλου έχει απομυθοποιήσει την άποψή του κόσμου μιας και δηλώνει ότι «σε όσους χρωστώ έχω δώσει κι όσοι με έχουν πληγώσει με συνείδηση ήσυχη ζουν». Κι αλήθεια είναι δηλαδή!

«Παράνομος κι αν είναι ο δεσμός μας εμείς τον δέσαμε με αγάπη και αισθήματα κι αν μας δικάσει κοινωνία και τους δυο μας, θα τους φωνάξω της καρδιάς είμαστε θύματα». Δεν υπάρχει παράνομο ζευγάρι που να μην έχει ταυτιστεί απόλυτα με αυτούς τους στίχους, οι οποίοι φανερώνουν ξεκάθαρα την απόγνωση της πειθαρχίας στο κοινωνικά αποδεκτό, την επίγνωση για την επικείμενη κοινωνική κατακραυγή αλλά και την απόλυτη πίστη και αποδοχή της όποιας συνέπειας πρέπει να δεχτούν για χάρη του έρωτα.

 

 

«Μυστικέ μου έρωτα! Αχ! Έρωτα κρυφέ, ό,τι τώρα ένιωσα, δεν ένιωσα ποτέ. Μυστικέ μου έρωτα. Αχ! Έρωτα κρυφέ!». Κάθε λέξη και μια λαβωματιά χαραγμένη σε αυτούς που αναγκάστηκαν να κρύβουν τον έρωτά τους κάτω από τα χαλιά της νοικοκυρεμένης σαλοτραπεζαρίας για να μη ραγίσει το σερβίτσιο που έκανε δώρο η θεία στο γάμο.

Άσε που και η θρησκεία σου λέει «ούς ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω» και έτσι οι παράνομοι έρωτες που έχουν να κάνουν με τους κοινωνικούς νόμους έχουν να κάνουν και με τους θρησκευτικούς κι έτσι δεν είναι λίγοι εκείνη που αναφωνούν «αν είναι η αγάπη αμαρτία, θα βγω να το φωνάξω με λατρεία, θα βγω να το φωνάξω να το πω. πως είμαι αμαρτωλή που σ αγαπώ». Θα εξομολογηθώ στην τελική κι ας με κρίνει ο Θεός.

Αλλά και που ξέσπασες, σε εξομολογήσεις πάλι στους τέσσερις τοίχους και μένεις περιμένοντας να αναλάβει και ο άλλος την ευθύνη της αποκάλυψης του δεσμού. Πίνεις να ξεχάσεις τραγουδώντας «αγάπη μου δεν μπορώ αυτά που θέλω να σου δίνω, δεν μπορώ. Στους δρόμους, όταν περπατώ πρέπει το χέρι σου να αφήνω και στον κόσμο μέσα να περνώ». Και μετά μας προσπερνά η ζωή και η αγάπη μαζί, επειδή κάποιος δεν προσπέρασε τις κοινωνικές νόρμες.

Ο πιο φυγόπονος και ευθυνόφοβος της παράνομης ιστορίας, θα βρει άλλοθι στους στίχους «δεν υπάρχει ευτυχία που να κόβεται στα τρία, στην περίπτωσή μας όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος». Είναι σαν να λέει «θέλω την ομελέτα χωρίς να σπάσω αυγά μαζί με την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο». Και αυτούς τους τύπους έτσι και τους ερωτευτείς,  πραγματικά εξοπλίσου με τηλέφωνα καλών ψυχίατρων γιατί από το τρίγωνο αυτό εσύ θα βγεις παλαβός και οι άλλοι θα στρώνουν κυριακάτικο τραπεζομάντηλο με γυαλισμένο κουταλοπίρουνο. Το αλατοπίπερο για την άνοστη ζωή τους θα είσαι εσύ μέχρι τον τελευταίο κόκκο.

Κι επειδή το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, παρ’ όλο που είχε δηλώσει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να είναι το τρίτο πρόσωπο σε μία σχέση, αδειάζει πακέτα από τσιγάρα και μπουκάλια τραγουδώντας «πώς την έπαθα δεν ξέρω, ξέρω μόνο ότι υποφέρω όλη νύχτα πάνω στο κρεβάτι να ζητάω για φαντάσου τα παράνομα φιλία σου και να μην μπορώ να κλείσω μάτι». Πραγματικά πώς την έπαθες έτσι παιδάκι μου; Αχ! Αυτή η ακατανίκητη έλξη του παράνομου.

Αυτή, λοιπόν, η ιστορία είναι μία ιστορία που κρατά από τα προϊστορικά χρόνια και δεν θα λήξει τόσο απλά, αφού «είναι γλυκό το πιοτό της αμαρτίας, ποιος είναι αυτός που δε λαχτάρησε να πιει, αυτή τη γλύκα της κλεμμένης ευτυχίας, λίγο πολύ όλοι την έχουμε γευτεί. Ιστορία μου αμαρτία μου πάθος μου μεγάλο…». Οπότε ό,τι δεν μπορείς να αποφύγεις, απόλαυσε το από τη μία αλλά από την άλλη όποιος δεν μπορεί να επαναστατήσει για τον έρωτα, δεν του αξίζει ο έρωτας.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ευαγγελία Τόλη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.