Μετανιώνω που τρόχισα τόσα «όχι» για να πω τελικά τόσα «ναι» που με μαχαίρωσαν, είπε η Κική Δημουλά σε μια συνέντευξή της.

Καθημερινά, βλέπεις γύρω σου ανθρώπους που είναι φιλικά προσκείμενοι στη μία ή στην άλλη λέξη. Μπορεί να πιστεύεις πως κάποιοι λένε πιο εύκολα το όχι, καθώς ήταν η λέξη που άκουγαν πιο συχνά από την παιδική τους ηλικία, στη συνέχεια αυτό πέρασε από το υποσυνείδητο στο συνειδητό κι έγινε πλέον και η δική τους καραμέλα.

Άλλοι πάλι μοιάζουν με τον Jim Carrey στην ταινία «Yes man». Όπου απαντώντας θετικά στις προκλήσεις ζουν στο τέλος μια πιο συναρπαστική ζωή.

Τέλος, συναντάς και τους άλλους τους εκτός συναγωνισμού. Οι αναποφάσιστοι είναι μια κατηγορία από μόνοι τους. Όπου η απάντησή τους είναι «ίσως» και αυτό είναι οριστικό.

Ωστόσο το ναι και το όχι, είναι δυο λέξεις αιώνιοι αντίπαλοι. Το ναι, στην ελληνική γλώσσα είναι εύηχο, μονοσύλλαβο και τσαχπίνικο. Έτσι, προφέρεται πιο εύκολα.

Στην αντίπερα όχθη, το όχι, που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ουκ, είναι από τη φύση του δύστροπο.  Μικρή λέξη, αλλά δισύλλαβη και τόσο κακόηχη και για αυτόν που τη λέει, αλλά κυρίως για τον αποδέκτη της. Για αυτό και στις μέρες μας δεν είναι λίγοι αυτοί που, αν και εννοούν απόλυτα το νόημά της, αποφεύγουν να την προφέρουν και συχνά την αντικαθιστούν με τη μουσική λέξη «αλλά».

Όπως και να την πεις όμως την άρνηση, όσες κορδέλες και αν της βάλεις γύρω γύρω, πάντα το ίδιο συναίσθημα προκαλεί. Έχεις ακούσει πως οι μελλοθάνατοι εκείνες τις τελευταίες στιγμές εξομολογούνται στα οικεία τους πρόσωπα ό,τι τελικά μετάνιωσαν για όσα δεν έκαναν; Για τα όχι δηλαδή που είπαν στα δικά τους θέλω, γιατί απλώς υπέκυψαν στα πρέπει των άλλων.

Κάθε στιγμή στη ζωή μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με επιλογές. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια που μερικοί αρνούνται να παραδεχτούν και επιμένουν πως η ανάγκη καθορίζει τις πράξεις τους. Και όμως, δεν κλήθηκε μόνο ο Ηρακλής να διαλέξει το δρόμο της Αρετής ή της Κακίας. Είσαι και εσύ ο πρωταγωνιστής στην ίδια σου τη ζωή και για αυτό πολεμάς με τα δικά σου διλήμματα.

Το ξέρεις, το έχεις αποδεχτεί και πάλι όμως κάνεις σαν πρωτάρης. Όσο και να έχεις μελετήσει τα ποιήματα, όσο και να ακούς τραγούδια που μιλούν για αποφάσεις, έρχεται η στιγμή για να πάρεις και εσύ τη δική σου μεγάλη απόφαση και τότε νιώθεις τόσο απροετοίμαστος, σα να μην το έχεις ξανακάνει ποτέ.   

Σου θυμίζει τις στιγμές που έβαζε η δασκάλα πρόχειρο διαγώνισμα στο σχολείο, και εσύ ένιωθες αδικημένος -όχι επειδή δεν είχες διαβάσει καλά- αλλά επειδή ήθελες να σε είχαν προειδοποιήσει.

Μα στη ζωή δυστυχώς σπάνια έχεις την πολυτέλεια της προοικονομίας. Συνήθως όταν σε βρίσκει ο κεραυνός, δεν έχεις καν πάρει μαζί σου ομπρέλα γιατί είχες ξεκινήσει τη βόλτα σου με λιακάδα. Και τότε καλείσαι εσύ, ο κεραυνοχτυπημένος να σηκωθείς, να σταματήσεις να πονάς και να αποφασίσεις, με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις.

Δεν έχεις τον χρόνο να ανοίξεις τα βιβλία και να μελετήσεις. Ζηλεύεις τους Αρχαίους Έλληνες που κατέφευγαν στην Πυθία και επωμιζόταν εκείνη, η μαστουρωμένη μάντισσα, το βάρος των δικών τους αποφάσεων. Εσύ όμως δυστυχώς ή ευτυχώς δεν μπορείς να το κάνεις αυτό.  

Η βοήθεια του κοινού και του τηλεφώνου σου είναι εντελώς άχρηστες. Δεν έχεις καν εφεδρική ζωή όπως στα παιχνίδια. Δικός σου είναι ο σταυρός δικός σου και ο ώμος. Εσύ πρέπει να αποφασίσεις αν και μέχρι που θα τον σηκώσεις.

Τώρα το αν και κατά πόσο τελικά θα μετανιώσεις για αυτή σου την απόφαση θα το δεις, στην επόμενη πίστα!

 

Συντάκτης: Ράινα Μελισσηνού