Το συναίσθημα πάντα κερδίζει τη λογική στα σημεία. Πόσο κόντρα να πάω στο συναίσθημα; Έχω ανάγκη να σε δω κι αυτό δεν καταφέρνει να το εξηγήσει καμία λογική. Κι όσο κόντρα πηγαίνω, τόσο πιο έντονη γίνεται η επιθυμία μου για να σε συναντήσω. Μάταιος κόπος να σου εξηγώ. Μόνο να σε δω, έστω και τυχαία.

Προχθές είχα πάει στο στέκι μας. Έριξα μια κλεφτή ματιά να δω αν είσαι μέσα, αλλά εσύ δεν ήσουν. Δες τώρα ειρωνεία. Το μαγαζί ήταν ασφυκτικά γεμάτο από κόσμο, μα εμένα μου φάνταζε άδειο αφού δεν ήσουν εσύ. Άνοιγε η πόρτα και γυρνούσα το κεφάλι μου 180 μοίρες με την ελπίδα ότι θα μπεις εσύ. Πού είσαι; Γιατί δεν έρχεσαι;

Να δω λίγο τα μάτια σου, να κάνουν διάλογο με τα δικά μου. Να σου μιλήσω χωρίς λέξεις. Να μου απαντήσεις μ’ ένα βλέμμα. Έτσi όπως κάναμε σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές. Το ξέρεις, βέβαια, πως θα σε ξεχώριζα ανάμεσα σε χίλιους ανθρώπους. Μη ρωτάς γιατί. Γιατί αυτές οι δυο θάλασσες που στολίζουν το πρόσωπό σου ήταν κάποτε οι θάλασσες που ταξίδευα μέσα τους εγώ.

Λένε πως όταν θέλουμε κάτι πολύ όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσουμε. Γιατί σύμπαν δε βοηθάς λίγο κι εσύ; Βάλε τα δυνατά σου, σε παρακαλώ! Να τον πετύχω έξω στο δρόμο, τυχαία. Κι εκεί να σταματήσει ο χρόνος. Ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτόν.

Να δω την έκπληξη και την ταραχή ζωγραφισμένη στο είδωλό του. Θέλω να μάθω τι κάνει, πώς είναι, αν περνάει καλά. Θέλω να του πω κι εγώ ότι είμαι καλά κι ας ξέρει να διαβάζει τα ψέματά μου καλύτερα κι από μένα. Θέλω να δω αν με ξέχασε. Θα το καταλάβω χωρίς καμία αμφιβολία.

Δεν γίνεται να με ξέχασε, δεν μπορεί. Ούτε εγώ μπορώ. Δεν μπορώ κι ας ξέρω μέσα μου βαθιά ότι πλέον είμαστε δυο ξένοι που γνωρίζονται πολύ καλά. Γενικά η ζωή μου -αν σε νοιάζει- είναι ήσυχη πλέον, αλλά επιζητώ σαν τρελή τη φασαρία σου.

Γι’ αυτό θέλω να σε δω. Δεν τα ‘χω χαμένα, αλλά η μετριότητα ποτέ δε μας ταίριαζε, μάτια μου. Οι υπερβολές μου άρεσαν πάντα μόνο μαζί σου. Δέξου, λοιπόν, ότι θα πούλαγα την ψυχή μου ακόμη και στο διάβολο για να βρεθώ μια μικρή στιγμή με σένα. Μόνο εγώ κι εσύ.

Έλα όμως που σε συναντάω μόνο στις σκέψεις μου. Είναι αδύνατον να βάλω σε σειρά δυο σκέψεις που να μην μπαίνεις εσύ ανάμεσά τους. Δε μου είναι αρκετό. Πώς τολμάς να μ’ αφήνεις να ζω μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας; Πού τη βρίσκεις αυτήν τη δύναμη;

Γι’ αυτό σου λέω, έλα να βρεθούμε κι ας ποτίσουμε τους εαυτούς μας με δικαιολογίες πως βρεθήκαμε τυχαία, άθελά μας κι άλλες τέτοιες, χαζές μικροπρέπειες. Προτιμώ αυτό από ένα απέραντο τίποτα. Το προτιμώ από μια ευθεία γραμμή, θαρρείς και σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά.

Θα σου πω ένα μυστικό κι ύστερα θα σ’ αφήσω. Είμαι εδώ που με άφησες. Το ένα χέρι στηρίζει το κεφάλι μου, που είναι βαρύ από σένα και το άλλο κρατάει ένα ποτήρι λευκό κρασί. Πίνω στην υγειά σου, αγάπη μου μεγάλη, και στην τυχαία συνάντησή μας που τόσο καρτερώ. Πού να είσαι απόψε; Σε ψάχνω. Έλα!

 

Επιμέλεια κειμένου Ανδριάνας Νίκου: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Ανδριάνα Νίκου