Δεν το ξεχνάω το μαρτύριο εκείνο που περνούσα τα μεσημέρια των πρώτων μου καλοκαιριών· εκεί που τελείωνε το φαγητό, που δεν είχαμε σχολείο, που λέγαμε πόσο ωραία είναι η ζωή, είχα τη μάνα μου να πετάγεται και να μου τα χαλάει όλα. «Ύπνο τώρα!» Τι ύπνο, ρε μάνα, μεσημεριάτικα, δηλαδή; Γκρίνια να δεις εγώ, κακό! Είχα και μια γλώσσα –από τότε– δυο φορές το μπόι μου, έψαχνε κι αυτή ευκαιρία να με ξεφορτωθεί για μια-δυο ώρες, μπας κι ηρεμήσει, έσκαγε η καημένη.

Καημένη τώρα, τρόπος του λέγειν, μην τη λυπάσαι καθόλου. Επειδή, μιας και δεν ήθελα να κοιμηθώ, έλεγε, έπρεπε να κάνω κάτι εποικοδομητικό, έλεγε, οπότε να, καθόμουν να μάθω την προπαίδεια, έλεγε, «διάλεξε» έλεγε. Ιδέα δεν είχα ποιο απ’ τα δύο μπορεί να φάνταζε χειρότερο στα τότε τρυφερά αφτιά μου, ξέρω μόνο πως ως παιδάκι ούτε κατάφερα ποτέ μου να σφαλίσω βλέφαρο μεσημεριάτικα, ούτε να μάθω την προπαίδεια του οκτώ.

Έτσι πορεύτηκα μέχρι την εφηβεία, που λες, άυπνη και μαθηματικά αναλφάβητη· τα καλοκαιρινά μεσημέρια προτιμούσα να δω για 1.567η φορά το Ρετιρέ σε λούπα, παρά να ξεκουραστώ λιγάκι, αφού δεν ένιωθα καν κουρασμένη, εδώ που τα λέμε. Αν γνώριζα, βέβαια, ότι στο μέλλον θα επιζούσα με τετράωρα ύπνου κι εσαεί σπασμένα νεύρα, θα φρόντιζα λιγάκι να κάνω τα κουμάντα μου, μπας και γέμιζα μελατονίνη τις αποθήκες μου αλλά πού μυαλό τότε.

Ξέρεις, αυτό που φαντάζει τιμωρία και καταδίκη στα παιδικά σου χρόνια, μοιάζει δώρο Θεού όταν μεγαλώνεις. Επειδή τότε μεγαλώνεις πραγματικά· όταν η ιδέα του να κοιμηθείς μεσημέρι όχι μόνο δε σου φαίνεται κακή, αλλά κάτι για το οποίο θα αντάλλαζες χρόνο απ’ τη ζωή σου. Να απλωθείς στον καναπέ ή στο κρεβατάκι σου, να κλείσεις τα μάτια σου και να ξεκουραστείς για λίγο, να ξεφύγεις απ’ τα deadlines και το μποτιλιάρισμα, απ’ τις χίλιες δυο υποχρεώσεις κι από όλους αυτούς τους ανθρώπους με τους οποίους υποχρεούσαι να προσποιείσαι τον κοινωνικά λειτουργικό, επειδή αν τους πεις αυτά που έχεις στο κεφάλι σου, θα σε μηνύσουν για εξύβριση -αν, στο μεταξύ, δε σου κάνουν περιοριστικά μέτρα, δηλαδή.

Είναι όμορφο πράγμα ο μεσημεριανός ύπνος, ξέρουν οι Μεξικανοί, των οποίων ο όρος “siesta” είναι παγκοσμίως γνωστός ως η χαλαρωτικότερη στιγμή της ημέρας, τότε που οι άνθρωποι, αμέσως μετά το μεσημεριανό γεύμα, κατεβάζουν ρολά για μία περίπου ωρίτσα, επανακτούν δυνάμεις και ξυπνάνε περισσότερο ευδιάθετοι κι ορεξάτοι για δουλειά και ζωή, ακριβώς επειδή το ανθρώπινο σώμα  έχει ανάγκη ένα διάλειμμα στο μέσο της ημέρας κι επειδή, τέλος πάντων, δεν είμαστε μηχανές αλλά πλάσματα που έχουν ανάγκη από στοργή και φροντίδα, ακόμα κι αν αυτή είναι από εμάς για εμάς.

Αυτή τη στιγμή που σου μιλάω ονειρεύομαι και στήνω ουτοπίες, επειδή καταδικασμένη όπως είμαι να μη με χωράει ο τόπος, να κάνω δύο δουλειές και να ‘μαι αγχώδης από κούνια, όχι απλά δεν έχω χρόνο να κοιμηθώ μεσημέρι, αλλά ακόμα κι αν μου έδινες την ευκαιρία, δεν είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσα να τη διαχειριστώ, και τέλος πάντων εγώ τους μαύρους κύκλους μου τους αποδέχομαι και τους αγαπώ, κι αυτό το chilling και τα power naps δεν είναι για εμένα, είναι για εκείνους που έχουν βρει το νόημα της ζωής, ή απλά έχουν χρόνο, ή δεν έχουν παιδικά τραύματα από μάνα που τους τρομοκρατούσε με υποχρεωτική ξεκούραση και την προπαίδεια του οχτώ.

Εφτά φορές το οκτώ.

Οκτώ φορές το οκτώ.

Θεέ μου, δεν το θυμάμαι ούτε μέχρι σήμερα…

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη