«Καλά, ο δικός μου / η δικιά μου και τι δεν κάνει για μας». Παίζει να είναι η μόνη φράση που με το που τη λέει κανείς βάζει υποψηφιότητα για Όσκαρ πρώτης «ωραιοποιημένης» σχέσης της χρονιάς. Ποια Όσκαρ; Αυτά που έχω με δική μου πρωτοβουλία θεσπίσει για όλους όσοι προσπαθούν, σκόπιμα και μη, να μας πείσουν ότι έχουν τις τέλειες σχέσεις και κάνουν τα πάντα για να μας το αποδείξουν. Έλα όμως που μάλλον καταφέρνουν το αντίθετο. Να πούμε ωστόσο ότι τις περισσότερες φορές -θέλω να πιστεύω- το κάνουν άθελά τους και χωρίς να καταλαβαίνουν ότι η συνεχής αναφορά στην «τέλεια σχέση» καταντά γραφική και μη πιστευτή.

Είναι σαφές ότι στο ξεκίνημα μιας ερωτικής σχέσης τείνουμε να τα βλέπουμε όλα υπέροχα. Αυτό οφείλεται συχνά, πέρα από το ότι προφανώς μας έχει τυφλώσει ο έρωτας, και στη λαχτάρα μας να πάει καλά αυτή η σχέση. Οι προσδοκίες που μας δημιουργούνται, αλλά και το γεγονός ότι βγάζουμε τον καλύτερό μας εαυτό για να κάνουμε θετική εντύπωση μας παρακινούν να παραβλέπουμε τυχόν ασυμφωνίες και διαφωνίες με το ταίρι. Άλλοτε πάλι το κάνουμε επειδή μας διακατέχει μια σχετική ντροπή τον πρώτο καιρό.

Θέλω να πιστεύω ότι όταν κάποιος διαφημίζει διαρκώς τον σύντροφό του και το πόσο νοιάζεται και προσφέρει στη σχέση τους δεν έχει τη διάθεση να πει ψέματα. Όμως γιατί είναι τόσο σημαντικό να δείχνουμε στους άλλους ότι είμαστε ευχαριστημένοι στον προσωπικό τομέα; Δε θα πέσω στην παγίδα της ανασφάλειας που ίσως νιώθουμε και προσπαθούμε να ξορκίσουμε. Αυτό θα ήταν το προφανές και πραγματικά όλοι όσοι ωραιοποιούν τη σχέση τους δεν είναι πάντα ανασφαλείς. Ίσως είναι σε ένα ποσοστό, αλλά και ποιος δεν έχει ανασφάλειες;

Θα προτιμήσω να το δω ως μια προσπάθεια ν’ αντισταθούμε στην εξωτερική ή και την εσωτερική πίεση που μας ασκείται να παρουσιάσουμε κάποια στιγμή της ζωής μας την ιδανική σχέση. Η ηλικία, οι συνθήκες, ο περίγυρος ή ακόμη και η κούρασή μας μετά από πολλές «αποτυχημένες» σχέσεις είναι παράγοντες που μας κάνουν να προβάλλουμε την επιθυμία μας για την ιδανική σχέση σε οποιοδήποτε άτομο τυγχάνει να πληροί τη δεδομένη στιγμή τα περισσότερα standard μας.

Πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο χρόνος και μια ενδελεχής ενδοσκόπηση θα μας φανερώσει εάν πραγματικά έχουμε την τέλεια για εμάς σχέση ή όχι. Ας παρατηρήσουμε τον άλλο και εμάς και ας προσπαθήσουμε -όχι όμως με υπερβολική ανάλυση- να αποκρυπτογραφήσουμε κρυμμένα μηνύματα, φανερές και μη συμπεριφορές, ώστε να ανακαλύψουμε εάν όντως αυτό που πιστεύουμε για τη σχέση μας έχει βάσεις ή είναι λιγάκι αποκύημα της φαντασίας μας. Η ενδοσκόπησή μας θα πρέπει να είναι αυτό ακριβώς που περικλείει η λέξη και δεν προβλέπεται να είναι προς συζήτηση με τρίτους, αφού μέσα μας βρίσκονται πάντα όλες οι απαντήσεις στα θέματα που μας αφορούν.

Η σύνδεσή μας με έναν άλλο άνθρωπο είναι ένα σημαντικό κομμάτι που μας απασχολεί και καλύπτει μεγάλο μέρος της ζωής μας. Γι’ αυτό και όταν βρούμε ένα πρόσωπο που μας ταιριάζει, ειδικά εάν έχουμε καιρό να συσχετιστούμε με κάποιον ερωτικά, τρέχουμε να το γνωρίσουμε στον κοινωνικό μας κύκλο και να του βάλουμε την ταμπέλα του «τέλειου» επιδιώκοντας την αποδοχή και τα θετικά σχόλια των άλλων. Αυτό δεν είναι μεμπτό. Είναι καλό να μοιραζόμαστε τη χαρά μας και να μιλάμε με ωραία λόγια για το άλλο μας μισό. Είναι όμως όντως αυτό το άλλο μας μισό ή πιεστήκαμε να το κάνουμε να είναι; Αυτό είναι που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε αρχικά.

Κάτι τελευταίο που ίσως μας κρατάει πίσω είναι και η εξιδανίκευση του παρελθόντος. Ένας έρωτας που από την πλευρά μας τουλάχιστον δεν ολοκληρώθηκε, μας ωθεί να θέλουμε να επιστρέψουμε πίσω και να διορθώσουμε τα «κακώς κείμενα». Ξεχνάμε, τότε, πιο εύκολα τις διαφωνίες και τον λόγο που χωρίσαμε και τείνουμε να θεωρούμε ότι είχαμε την ιδανική σχέση, να πείθουμε τους εαυτούς μας και να το λέμε και στους ανθρώπους τους οποίους συναναστρεφόμαστε.

Κακά τα ψέματα. Η εμπειρία έχει δείξει ότι μια πραγματικά όμορφη σχέση δε θέλει λόγια για να γίνει ιδανική, θέλει πράξεις και συνεχή επαγρύπνηση και των δυο πλευρών. Την ιδανική σχέση δεν την προλογίζεις ούτε την παρουσιάζεις προς εντυπωσιασμό. Άλλωστε, η ιδανική σχέση είναι όπως η άνοιξη για τον Ελύτη, «εάν δεν την βρεις, τη φτιάχνεις».

Συντάκτης: Εύη Λεγάτου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.