Ν’ αναρωτηθούμε λιγάκι πόσες αντιδράσεις και στη συνέχεια πόσες αποφάσεις έχουμε βασίσει στις προσδοκίες μας. Δε θέλω να μας τρομάξω, αλλά νομίζω πραγματικά αρκετές, για να μην πω πάρα πολλές. Η πραγματικότητα είναι ότι οι περισσότεροι το πρώτο πράγμα που κάνουμε, όταν ξεκινάει μια επαφή μ’ έναν άνθρωπο, δεν είναι να τον γνωρίσουμε ήρεμα και να τον ανακαλύψουμε αλλά ν’ αντλήσουμε βιαστικά, συνήθως, κάποια στοιχεία του, ν’ ακούσουμε κάποια λόγια του, να δούμε κάποιες πράξεις του και να προσπαθούμε ν’ αφουγκραστούμε αν χωράει, κάπως, στο σενάριο που έχουμε για τη ζωή μας. Σε γενικές γραμμές πάντα, βιαστικά κι αποσπασματικά είναι το σύνθημα, γιατί οι πληγές από προηγούμενους έρωτες μάς κάνουν ανυπόμονους να ζήσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε τον δυνατό κι επόμενο έρωτα. Έτσι, λοιπόν, προσπαθούμε να στριμώξουμε ανθρώπους στο καλούπι των προσδοκιών μας κι αν αντιληφθούμε ότι δε χωράνε, τους απορρίπτουμε με συνοπτικές διαδικασίες ή συμβιβαζόμαστε.

Οι προσδοκίες είναι το παιχνίδι του μυαλού που χρησιμοποιεί για να γιατρέψει συναισθηματικές πληγές. Θα μπορούσαμε να πούμε τις προσδοκίες κι ελπίδες κι όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι πάνω στην ελπίδα βασίζεται όλη η ψυχοσύνθεση του ανθρώπου. Ελπίζουμε σε κάτι καλύτερο, για να θεραπευόμαστε από όσα μας πληγώνουν. Ελπίζουμε ότι ο νέος άνθρωπος θα είναι καλύτερος από τον προηγούμενο κι ότι θα ακουμπήσουμε την ψυχούλα μας χωρίς να μάς τη διαλύσει. Υπάρχει πάντα η προσδοκία ότι θα μείνει γιατί θ’ αγαπήσει αυτό που είμαστε και θ’ αγαπήσουμε κι εμείς αυτό που είναι και κάπως έτσι, στήνεται ένα σενάριο με αρκετά μεγάλη πλοκή στο κεφάλι μας, όσο καταλήγουμε να ζούμε δύο ζωές. Η μία που περνάει χωρίς να της δίνουμε και ιδιαίτερη σημασία -η πραγματική- κι η άλλη που ρίχνουμε όλο το βάρος και βρίσκεται στη φαντασία μας.

Το μεγάλο πρόβλημα δεν ξεκινάει από το γεγονός ότι ελπίζουμε σε κάτι που φτιάχνει η φαντασία μας αλλά ότι μεστώνει μέσα μας ως πραγματικότητα. Γιγαντώνονται οι προοπτικές, μεγεθύνονται οι προσδοκίες του τι μπορώ να κάνω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, άσχετα αν πραγματικά μπορώ και τέλος υπάρχει πάντα μια ανάγκη να επιβεβαιώσουμε ότι είμαστε σωστοί και δεν πλάσαμε ένα σενάριο με λάθος πρωταγωνιστή. Κι αν όλα αυτά με τον καιρό δεν επιβεβαιωθούν, το λέμε το «ξενέρωσα» ή καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια, συνήθως ν’ αλλάξουμε τον άλλο, για να καλύψουμε τις προσδοκίες μας για τον άτιμο τον εγωισμό μας, ρε παιδί μου, μέχρι να σκάσει ο άλλος.

Θα ήθελα λίγο να συνέλθουμε, να ωριμάσουμε συναισθηματικά και να μάθουμε πως οι αληθινές σχέσεις δε στήνονται στις προσδοκίες αλλά σ’ όσα πραγματικά παίρνουμε από τον σύντροφό μας. Ναι, μπορούμε ν’ απογοητευτούμε από τη συμπεριφορά του άλλου γιατί πραγματικά αυτά που παίρνουμε είτε μάς πληγώνουν, είτε μάς δημιουργούν ένα περιβάλλον ανασφαλές, είτε νιώθουμε πως περισσότερο αντιδράμε παρά απολαμβάνουμε κι έτσι ναι, ν’ αποχωρήσουμε. Αλλά αυτό προϋποθέτει ν’ αφήσουμε στην άκρη τα σενάρια και τις προσδοκίες και ν’ ακούσουμε τον άλλο, να προσέξουμε ποιος πραγματικά είναι και ν’ αντιληφθούμε ποιοι είμαστε εμείς σε σχέση με αυτά που βιώνουμε εκείνη τη στιγμή. Αν, λοιπόν, ξενερώσουμε κάποια στιγμή να μην είναι γιατί ο άλλος σε βάθος χρόνου δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό που του πλάσαμε αλλά γιατί αξιολογήσαμε -με βάση όσα πραγματικά βιώσαμε- ότι δεν έχει μέλλον η σχέση μας.

Είναι αλήθεια, ότι θέλει τρομερή δύναμη ν’ αφήσουμε τις προσδοκίες στην άκρη και να χτίσουμε μια σχέση με βάση τις πραγματικές δυνατότητές της. Ίσως γι’ αυτό κι οι πιο δυνατές σχέσεις είναι όσες έχουν ξεκινήσει φιλικά, αφού έχουμε επενδύσει περισσότερο ν’ αφουγκραστούμε τον άλλο και να τον κατανοήσουμε. Από ‘κει ξεκινάνε όλα. Ν’ ακούσουμε χωρίς καμία προσδοκία τον άλλο, να πάρουμε χωρίς καμία αγωνία ό,τι έχει να προσφέρει και ν’ αποχωρήσουμε την κατάλληλη στιγμή, αν δούμε ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν έντονα συναισθήματα κι από τους δύο, ή οι αξίες μας και ο τρόπος σκέψης μας δημιουργούν έντονα προβλήματα και στους δύο. Να μάθουμε, επίσης, πότε ν’ αποχωρούμε από μια σχέση κι όχι να δραπετεύσουμε από αυτήν εξαιτίας ενός μη υλοποιημένου σεναρίου.

Εδώ κάπου είναι που θα πρέπει ν’ αντιληφθούμε ότι ο ρεαλισμός δε στερεί τη δυναμική από τις σχέσεις κι ότι οι ανάγκες μας δε θα καλυφθούν ποτέ, αν δε μάθουμε να παίζουμε στον έρωτα με όλες τις αισθήσεις μας ανοιχτές και το μυαλό μας σε πλήρη λειτουργία. Ας του δώσουμε λοιπόν, τον χώρο που του ταιριάζει για να μάς αποδείξει πως έχουμε έναν πολύτιμο σύμμαχο να φτιάξουμε την ερωτική μας ζωή όπως θέλουμε κι όχι όπως μάς έρθει.

Συντάκτης: Δήμητρα Παπακωνσταντίνου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου