Το πιο δύσκολο βήμα δεν είναι να φτάσεις ως την πολυθρόνα ενός θεραπευτή. Το πιο δύσκολο είναι να είσαι έτοιμος να αποκαλύψεις την αλήθεια σου, αλλά και να ανακαλύψεις εκείνα που δεν ήξερες ακόμα για ‘σένα και για τις σχέσεις που έχεις δημιουργήσει με τους άλλους. Να είσαι πρόθυμος να ακούσεις πρώτα τον εαυτό σου και μετά το θεραπευτή, να έχεις κίνητρο να μάθεις τι πραγματικά συμβαίνει και να εμπιστευτείς τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου. Είναι πολύ πιο δύσκολο να διαχειριστείς όσα μπορεί να συμβούν σε κάθε συνάντηση, παρά να φτάσεις ως εκεί.
Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι το πρώτα βήμα γίνεται και φτάνει κάποιος ως το γραφείο του συμβούλου ψυχικής υγείας που έχει επιλέξει, αυτή η σχέση εξελίσσεται κι έχει όσα καλά και όσα αρνητικά θα μπορούσε να έχει μία οποιαδήποτε σχέση μεταξύ των ανθρώπων. Σε αυτό το πλαίσιο είναι βέβαιο ότι θα ειπωθούν αλήθειες, θα ξεφύγουν όμως και ψέματα ή θα ειπωθούν συνειδητά, θα χτιστεί μία σχέση εμπιστοσύνης ή μπορεί και όχι, πότε θα πηγαίνει καλύτερα και πότε θα ‘ναι στα κάτω της.
Ο θεραπευόμενος δεν είναι πάντα ειλικρινής στο θεραπευτή του, είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία του. Υπάρχουν ασθενείς που βασίζουν ολόκληρη τη θεραπεία τους σε ψέματα κι άλλοι σε θέματα που καίνε επιλέγουν που και που να θολώσουν λίγο την αλήθεια τους. Είναι σχεδόν δεδομένο όμως ότι συχνότερα ή σπανιότερα, ο θεραπευόμενος θα χρησιμοποιήσει κάποια ψέματα μιλώντας στο θεραπευτή του, γιατί όμως μπορεί να συμβεί αυτό;
Οι λόγοι είναι πολλοί. Αρχικά, όπως κάθε σχέση χρειάζεται χρόνο για να απολαύσει την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια. Μπορεί να είναι δεδομένη -λόγω δεοντολογίας- και η εχεμύθεια, αλλά όποιος θέλει να φωτίσει κάθε πτυχή του κόσμου του χρειάζεται να νιώσει και πρακτικά ότι οι λέξεις του είναι ασφαλείς και να μη βασίζεται μόνο στο ότι ο άνθρωπος απέναντί του είναι επαγγελματίας. Έτσι, ειδικά στην αρχή ίσως κάποια πράγματα κρύβονται απ΄την πλευρά του θεραπευόμενου μέχρι να νιώσει σιγουριά και να εμπιστευτεί τον θεραπευτή του.
Το αίσθημα της ντροπής παίζει επίσης πολύ σημαντικό ρόλο στο να φτάσει στο σημείο να ειπωθεί κάποιο ψέμα αντί της αλήθειας, που είναι σίγουρα το ζητούμενο σε μία τέτοια συνθήκη. Αν ντρέπεσαι για κάτι που έχεις κάνει, έχεις πει ή έχεις αισθανθεί, τότε εύκολα μπορείς να ωραιοποιήσεις μία κατάσταση δίνοντας άλλη μορφή και περιεχόμενο γιατί σε κάνει να ντρέπεσαι και δε θες να το μοιραστείς. Βέβαια όταν έχεις απέναντί σου τον ψυχολόγο οφείλεις στον εαυτό σου πρώτα να πεις ακόμα κι εκείνα που δεν είσαι περήφανος. Απ’ την άλλη ο θεραπευτής οφείλει να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα που θα σε κάνει να μη νιώθεις ότι θα κριθούν οι πράξεις και οι σκέψεις σου και ότι δε χρειάζεται να λέγονται μόνο ωραίες αλήθειες και κατορθώματα για να γίνεις αρεστός από εκείνον.
Δεν είναι λίγες οι φορές που θα αποφύγεις να πεις μία αλήθεια, ή να αγγίξεις μία κατάσταση -χωρίς απαραίτητα να πεις ψέματα- γιατί δε θες να δεις αυτήν την εικόνα του εαυτού σου, αντιμετωπίζοντας φυσικά και τις όποιες συνέπειες. Ενδεχομένως γνωρίζεις τα λάθη και τα πάθη σου και προτιμάς να μην πλησιάσεις αυτά τα θέματα με τον θεραπευτή σου, γιατί περιγράφοντας εικόνες, εμπειρίες, συναισθήματα και σκέψεις θα δεις τον εαυτό σου με αυτόν τον τρόπο που δε θες και κάποιες φορές δεν είσαι καν έτοιμος γι’ αυτό. Μία τέτοια σχέση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου είναι ένα λευκό χαρτί που ξεκινά από το μηδέν να γράφονται όσα η επικοινωνία ανάμεσά σας επιτρέπει και αντέχει. Όταν έχεις λοιπόν απέναντί σου έναν άνθρωπο για τον οποίο είσαι tabula rasa, θα επιλέξεις να δημιουργήσεις την καλύτερη εικόνα κι εκδοχή του εαυτού σου, αποφεύγοντας να εκφράσεις όσα αρνητικά κάνεις και νιώθεις.
Οι ψυχοθεραπευτές συνηθίζουν να χωρίζουν τους ασθενείς τους σ’ εκείνους που έχουν ουσιαστικό κίνητρο και σ’ εκείνους που ονομάζουν επισκέπτες. Η πρώτη κατηγορία είναι σαφής, στη δεύτερη εντάσσονται οι άνθρωποι που ξεκινούν τη θεραπεία χωρίς να έχουν ξεκαθαρίσει τι τους έφερε σ’ αυτήν την πολυθρόνα και ποιο είναι το σημείο που θέλουν να φτάσουν φεύγοντας απ΄αυτό το δωμάτιο. Σε μία τέτοια περίπτωση ειπώνονται ψέματα αφού ο θεραπευόμενος δε θέλει στην πραγματικότητα να ακούσει τον εαυτό του, να σκάψει λίγο περισσότερο μέσα του και να προσπαθήσει να βελτιώσει όσα τον «ενοχλούν». Επιλέγει ίσως ένα θεραπευτή, στον οποίο θα εξιστορήσει τα γεγονότα και τις σκέψεις του με τον τρόπο που θέλει, καθαρά από τη δική του οπτική γωνία για να ακούσει στο τέλος αυτό που περιμένει. Είναι βέβαιο πως επιλέγοντας την αλήθεια, δεν θα ακούσει πάντα αυτό που είναι αρεστό, αλλά πράγματα που δεν είναι ευχάριστα για τα αυτιά και την ψυχή. Αντί λοιπόν να μιλήσει σε κάποιον φίλο του και να ακούσει τις γνωστές ατάκες, επιλέγει να εκφραστεί σ’ έναν ειδικό και να ακούσει αυτό που θέλει στο τέλος.
Υπάρχει και μία ακόμα κατηγορία που είναι ο παραπονούμενος θεραπευόμενος, ο οποίος δε θέλει να μάθει τίποτα για τον ίδιο και τις σχέσεις που συνάπτει με τους άλλους ανθρώπους. Δε θέλει να αλλάξει κάτι ο ίδιος επί της ουσίας, αλλά φτάνει ως το θεραπευτή για να κατηγορήσει τους άλλους, να φανεί και να του πει κάποιος άλλος ότι έχει δίκιο, εκτός βέβαια απ΄τον ίδιο του τον εαυτό που του το επαναλαμβάνει καθημερινά.
Όταν κάποιος δεν είναι και τόσο ειλικρινής κατά τη διάρκεια της θεραπείας του, κρύβει την αλήθεια ή την υποτιμά, μπορεί να συμβεί γιατί δε θέλει να βιώσει ξανά το τραύμα του. Μοιράζοντας με το θεραπευτή μία ιστορία, μία τωρινή συνθήκη, περιγράφοντας ξανά στιγμές, βιώνει το συναισθηματικό πόνο που αποφεύγει. Τις περισσότερες φορές δεν είναι αρκετά συνειδητό τι έχει συμβεί, δεν είναι κωδικοποιημένο μέσα του, οπότε το προσπερνά με μισές αλήθειες, αγνοώντας το ή παρουσιάζοντας το ως κάτι λιγότερο ανώδυνο απ’ ότι είναι επί της ουσίας προκειμένου να μην το ξαναζήσει.
Είναι όμως και κάποιες καταστάσεις που εξ αρχής δεν έχουν την πρόθεση να καλυφθούν με ψέματα, αλλά αυτό συμβαίνει στην πορεία. Μπορεί δηλαδή μία κατάσταση να περιγράφεται ειλικρινώς και στην πορεία αφού κατέληξε θεραπευτής και θεραπευόμενος στην επόμενη μέρα και κίνηση, ο ίδιος να μην ακολούθησε το πλάνο ή να έκανε κάποιο πισωγύρισμα. Στη συνέχεια δε θέλει να απογοητεύσει το θεραπευτή ή ακόμα και τον εαυτό του, ότι χάλασε την πρόοδό του, έτσι για να μη φανεί «κακός μαθητής» καλύπτει κάπως την κατάσταση με ψέματα, μέχρι να βρει πάλι το δρόμο του. Αυτό μπορεί να συμβεί κι αν δεν φέρει εις πέρας μία ανάθεση που μπορεί να έχει δοθεί από τον θεραπευτή προς τον ασθενή και λέει ψέματα πως το έκανε για να καλύψει την αδυναμία και τις ενοχές του.
Υπάρχουν βέβαια κι εκείνα τα ψέματα που δεν έχουν οριστεί με αυτόν τον τρόπο. Δηλαδή ο θεραπευόμενος δεν καταλαβαίνει ότι λέει ψέματα τη στιγμή που το κάνει, γιατί πρώτα ο ίδιος δεν έχει αναγνωρίσει την κατάσταση με ειλικρίνεια και θάρρος, έχει υποτιμήσει το πρόβλημα οπότε το παρουσιάζει διαφορετικά. Ο μηχανισμός της άρνησης είναι η πιο εύκολη άμυνα σε αυτήν την περίπτωση, που προστατεύει τον ίδιο να εκτεθεί στο πρόβλημα. Τελικά είτε το καταλαβαίνει ο ίδιος στην πορεία της θεραπείας ότι έχει υποπέσει σε αυτήν την παγίδα, είτε το εκμαιεύει ο θεραπευτής ο οποίος τον βοηθά να οριοθετήσει πότε κάτι είναι πρόβλημα και πότε όχι.
Τέλος είναι συχνό φαινόμενο η έλλειψη ειλικρίνειας σε συνεδρίες που δεν είναι ατομικές. Είτε μπορεί να είναι ομαδικές ή οικογενειακές θεραπείες κι εκεί το άτομο με το φόβο της έκθεσης, της απόρριψης και ότι θα κριθεί από τους άλλους δεν παρουσιάζει την αλήθεια του, νιώθοντας ανασφάλεια. Το ίδιο μπορεί να συμβεί όταν κάποιος άλλος επιμένει να ξεκινήσει θεραπεία ο θεραπευόμενος, χωρίς να είναι ουσιαστικά δική του απόφαση και συνειδητή επιλογή.
Σε κάποιο βαθμό ο καθένας ψεύδεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας του και αυτό προκύπτει και αποδεικνύεται από μία μελέτη του 2015 όπου το 93% των συμμετεχόντων παραδέχτηκε ότι έχει πει ψέματα τουλάχιστον μία φορά. Συνήθως όμως μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία στο τέλος η αλήθεια βγαίνει στο φως και αποκαλύπτονται όλες οι θολές περιγραφές. Είναι πάντως αρκετά ειλικρινές να πεις στον ψυχοθεραπευτή ότι δεν είσαι έτοιμος για κάποια πράγματα, από το να πεις ψέματα. Μία θεραπεία έχει αποτέλεσμα όταν παραδεχθείς τα ψέματα που μπορεί να έχουν ειπωθεί κατά τη διάρκεια της και να μπορέσεις να μετακινηθείς από τη θέση σου. Έτσι κι αλλιώς η αλήθεια δεν είναι καθολική, ούτε όμως και τα ψέματα. Η θεραπεία κρίνεται επιτυχής όταν μέσω της συνεχούς προσπάθειας και αλληλεπίδρασης προχωρά θεραπευτής και θεραπευόμενος στην ειλικρίνεια και στην αποδοχή των πραγμάτων. Δεν είναι μία εύκολη διαδικασία, αλλά αρκετά σύνθετη που καλεί και τους δύο να κινηθούν εκτός των ορίων της ζώνης ασφαλείας τους και αυτό από μόνο του μπορεί να τους φέρει αντιμέτωπους με μισές αλήθειες και ψέματα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου