Κατά τη διάρκεια την ζωή μας, θα συναντήσουμε τρεις δύσκολες λέξεις, μερικά γράμματα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο που μάθαμε από νωρίς να τα γράφουμε σωστά πιστεύοντας ότι θα μπορούσαμε και να τα προφέρουμε ξεκάθαρα. Τα «σ’ αγαπώ, συγγνώμη κι ευχαριστώ» συνθέτουν έναν αρμονικό κύκλο μέσα στον οποίο κρύβεται όλο το μυστήριο της ζωής. Το κέντρο της όμως, αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στις ακραίες καταστάσεις. Όσο πιο κοντά βρισκόμαστε σε αυτό, τόσο τολμηροί αποδεικνυόμαστε για να βρεθούμε στην άλλη πλευρά. Αλλά πάντοτε διστάζουμε να μιλήσουμε για εκείνη, την αναζητούμε στην τέλειά της μορφή -είναι σημαντικό για εμάς να είναι άμεση κι αποτελεσματική- αλλά αυτή δεν είναι η αληθινή φύση της.

Πότε άραγε ζητήσαμε την πρώτη μας «συγγνώμη»; Πότε η λέξη αυτή έκρινε το μέλλον μίας σχέσης μας; Ποια ήταν η πιο απαιτητική να λεχθεί; Ποια μας προκλήθηκε αβίαστα; Ποια θελήσαμε εμείς να πούμε για να αισθανθούμε καλά με τον εαυτό μας; Έχουμε συναντήσει πολλές «συγγνώμες» μέσα μας, μα ακόμα δεν έχουμε εκείνη την ιδανική.

Την ίδια στιγμή όμως έχουμε κακοποιήσει την κάθε μας «συγγνώμη» με τη σκέψη πως έχουμε αυτή τη δύναμη: ήταν βεβιασμένη, υποχρεωτική, ψεύτικη, πρόχειρη, έκρυβε μέσα της φόβο κι άλλοτε αδιαφορία, ήταν στεγνή, άμορφη. Είναι μια λέξη που περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο τον άλλον, προσδίδει ένα βάρος στη μεταξύ μας σύνδεση με εκείνον που έχει κλονιστεί, έχει μέσα της συναισθήματα και μια μελωδική χροιά με την οποία τη χρωματίζουμε.

Η μικρή αυτή λέξη με τη μεγάλη σημασία, όταν καταφέρνει να ξεπηδήσει από τα χείλη μας φαίνεται σαν μια αιωνιότητα που προσπαθεί να πιαστεί από τον παρόντα χρόνο και να τον σώσει. Μα για να το επιτύχει αυτό χρειάζεται να θυσιάσουμε το πολύτιμο «εγώ» μας, να προασπίσουμε το δικαίωμά μας να είμαστε άνθρωποι, έναντι της επιθυμίας να υπερισχύσουμε, να δείξουμε στον άλλο πως κανένα σφάλμα δεν πραγματοποιήθηκε από μέρους μας. Οφείλουμε στον εαυτό μας λοιπόν να αφήσουμε τις άμυνές μας να κατακρημνιστούν ώστε να συμπεριφερθούμε με ειλικρίνεια τόσο στον άλλον, όσο και σ’ εμάς τους ίδιους.

Απαιτεί ενσυναίσθηση· να κατανοούμε την κατάσταση του άλλου, τον αντίκτυπο που είχε η συμπεριφορά μας σε εκείνον, τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα που του προκαλέσαμε. Απαιτεί αυτοκριτική· η αντίληψη του λάθους μας, η αποκαθήλωσή μας από μια θέση που τοποθετήσαμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας και τώρα διστάζουμε να κοιτάξουμε γύρω μας, να καταλάβουμε πως ο άνθρωπος που βρίσκεται μπροστά μας έχει πληγεί από τις πράξεις μας. Απαιτείται σεβασμός· στα θέλω του άλλου, στις αξίες και στα πιστεύω του, σε όλα εκείνα που πρεσβεύει και σε όλα αυτά που είναι, η σύλληψη της προσωπικότητάς του και η γνώση πως τη βεβηλώσαμε. Απαιτεί αυτογνωσία· μάτια ορθάνοιχτα για να καταλάβουμε πως σφάλαμε, ψυχή ικανή να αντέξει τα λάθη, αλλά και καρδιά που ατρόμητα θα σταθεί ενώπιόν τους και θα τα κοιτάξει με σοβαρότητα και πραγματικό ενδιαφέρον.

Βρισκόμαστε σε μία μειονεκτική θέση όπου κανείς δε θέλει να στέκεται αλλά η ζωή δεν είναι ένα διαρκές κατηγορητήριο κι εμείς οι εγκληματίες που θα οδηγηθούμε στους δικαστές μας. Δαιμονοποιόντας τους ανθρώπους που ξέρουμε πως πληγώσαμε αλλά και υποτιμώντας την κατάσταση που εμείς τους δημιουργήσαμε, θα αισθανόμαστε πάντα πως είμαστε στο στόχαστρο.

Είναι σημαντικό να ακούσουμε, να δεχτούμε με αυτοσυγκράτηση τις επικείμενες αντιδράσεις, το ξέσπασμα και τη μεταστροφή στη συμπεριφορά. Να αφήσουμε χώρο στον άλλον να ξεδιπλώσει όλα εκείνα που νιώθει μέσα του και να μας τα επικοινωνήσει. Η συγγνώμη δεν μπορεί να κλαπεί αλλά ούτε και να υποχρεωθεί να παραδοθεί αμαχητί. Προσφέρεται -όχι με την έννοια της ελεημοσύνης- και κατακτάται με προσπάθεια. Αυτή η δοκιμασία είναι η αλλαγή!

Όσες φορές λοιπόν κι εάν αναζητήσαμε τον μοναδικό τρόπο, την κατάλληλη στιγμή, την ξεχωριστή περίσταση, τα ιδανικά επίθετα για να στολίσουμε τη «συγγνώμη» μας, θα διαπιστώσαμε πως τίποτα από αυτά δε μετρούσε -δυστυχώς- στην τελική. Πασχίσαμε με εξωτερικά στοιχεία να περιβάλλουμε κάτι το οποίο απαιτούσε να απομακρύνουμε τη ρίζα του, να αφοσιωθούμε στην αιτία και να μην προσηλωθούμε μονάχα σε μεμονωμένα γεγονότα.

Με αυτόν τον τρόπο, θα καταλάβουμε πως η τέλεια συγγνώμη δε λέγεται στον άλλον αλλά αντιθέτως, πράττεται! Η μεταστροφή στη συμπεριφορά μας, η αναζήτηση της προέλευσης του σφάλματός μας, η πραγματική μας αλλαγή από την προηγούμενη κατάσταση που τοποθετήσαμε τον άλλον αλλά και τον εαυτό μας μπορεί να αποδείξει πολλά για εμάς αλλά και για τη δύναμη που καταβάλλουμε για τις σχέσεις μας. Οι τελευταίες είναι δύσκολες κι απαιτητικές, ένα συνονθύλευμα από τις τρεις μας λέξεις που αναζητούν αντίκρισμα σε έναν άλλον άνθρωπο. Χρειαζόμαστε τη «συγγνώμη» για τα όρια και την αναγνώρισή τους, την έχουμε ανάγκη, τόσο να την ακούμε όσο και να τη λέμε, για να ξέρουμε πως υπάρχει σεβασμός κι αξιοπρέπεια. Να μπορούμε να μη χάνουμε την ελπίδα μας και να συνεχίζουμε να αποκαλυπτόμαστε στους άλλους.

Η «συγγνώμη» είναι μια πανίσχυρη υπόσχεση που κρύβει μέσα της όλα όσα διστάζουμε να πούμε μαζί με εκείνη. Οπότε, σκεπτόμενοι πως κάποιες φορές δεν ξέρουμε πώς να πούμε αυτή τη λέξη κοιτάζοντας τον άλλον στα μάτια, ίσως να είναι προτιμότερο να του την αποδεικνύουμε κάθε μέρα.  Η αλλαγή μας να είναι φανερή, να βλέπει πως μεταστρεφόμαστε, πως η λέξη αυτή δεν αποτελεί για εμάς διαφυγή από τους ενδοιασμούς αλλά εμπεριέχει μέσα της ένα «σ’ ευχαριστώ» για κάθε τι που υπήρχε και για κάθε τι που επιδιώκουμε να έρθει.  

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου