Το μεγαλύτερο πρόβλημα στον έρωτα είναι ότι κανείς δεν μπορεί ακόμη να προσδιορίσει από πού και πότε αρχίζει. Δηλαδή, ορισμένες φορές μπορείς να πεις πως υπήρχε πάντα κάπου μέσα σου σε καταστολή κι άλλες πως ήρθε εντελώς απρόσμενα και σ’ αυτήν την περίπτωση καλείσαι ν’ απαντήσεις τις εκατοντάδες ερωτήσεις του μυαλού σου που αρνείται να κυριευτεί απ’ τη δύνη του φτερωτού θεούλη.

Πότε ξεκινάει ο έρωτας; Και πώς; Και ποια είναι, ας πούμε, η διαχωριστική γραμμή που περνάς και λες «Τώρα μάλιστα. Μπλεχτήκαμε»; Και γιατί, δηλαδή, όταν λες πως κουτσά-στραβά τη βλέπεις τη ρημάδα τη γραμμή, τίποτε ποτέ δε γίνεται;

Περάσαν έρωτες, μεγάλοι, κραυγαλέοι, πολύχρωμοι, με φτερά και πούπουλα για να καθίσεις κι εν τέλει, χάθηκαν. Πάνε τα φτερά, πάνε και τα πούπουλα. Εκεί ναι, τον μυριζόσουν τον έρωτα. Και την πάτησες τη διαχωριστική γραμμή και πέρασες απέναντι και το κατάλαβες και το γούσταρες.

Ίσως τελικά, η φασαρία να τους διαλύει. Ξέρεις, να τους επιβαρύνει και τελικά να τους καταστρέφει. Οι μεγαλύτεροι έρωτες ξεκίνησαν απ’ τα πιο μικρά πράγματα. Ένα γέλιο σε κάποιο κακόγουστο αστείο, ένα άγγιγμα ή ένα χτύπημα στην πλάτη, ένα «Γεια» αποχαιρετιστήριο κι ένα «Θα τα πούμε». Ένα κατά λάθος τηλεφώνημα, μια παρέα, μια αγκαλιά, ένα «Χρόνια πολλά» κι άλλα τέτοια.

Τα βλέμματα. Ξεχάσαμε τα βλέμματα. Ένα βλέμμα στα κρυφά, ένα βλέμμα επίτηδες, ένα άλλο που ‘θελε να είναι αθώο μα δεν είναι κι ένα τελευταίο ταπεινό μα όλο νόημα. Οι χειραψίες, τα νεύματα, οι λέξεις. Οι λέξεις που δε λέγονται, οι λέξεις που λέγονται και φεύγουν κι αυτές που μένουν. Απλά, μικρά πράγματα που κανείς δεν παρατηρεί και δεν προσέχει. Οι μεγαλύτεροι έρωτες ξεκινούν απ’ τη σιωπή.

Εκεί, ας πούμε πως, συναντώνται και ταιριάζουν και μετά πορεύονται. Στη σιωπή, γιατί σ’ αυτήν τα πάντα φαίνονται τρισδιάστατα. Πώς αλλιώς να ξεχωρίσεις ένα βλέμμα μέσα σε όλα τ’ άλλα; Τις λέξεις; Πώς να τις ακούσεις σε τόσο θόρυβο. Σκέψου τα αγγίγματα. Θέλει συγκέντρωση να τα απομνημονεύσεις.

Στη σιωπή καταλαβαίνεις. Γυρνάς σπίτι, μυρίζεις ακόμη αμμουδιά κι αλάτι. Πέρασες όμορφα. Τους χαιρέτησες όλους έναν προς έναν. Κανέναν δεν ξέχασες. Γυρίζεις πίσω. Ανατρέχεις στη στιγμή της τελευταίας χειραψίας κι αυτού του τυπικού, ψυχρού φιλιού στο μάγουλο. Σου άφησε ελπίδες για περισσότερα.

Κάθεσαι και σκέφτεσαι. Ξεντύνεσαι. Έχετε χαιρετηθεί άλλες τόσες φορές, έχετε γελάσει, έχετε ξενυχτήσει και γλεντήσει όσο κανείς. Αν μη τι άλλο, έχετε δώσει εκατοντάδες απ’ αυτά τα φιλιά. Σήμερα ήταν αλλιώς κι έχεις το χρόνο και το χώρο να το εμπεδώσεις.

Κι από αύριο όλα θα ‘ναι αλλιώς. Αύριο που θα ξανασυναντηθείτε θα προσπαθήσεις, μα δεν το υπόσχεσαι, πως θα προσφέρεις την ίδια αντιμετώπιση. Θα μιλήσεις, θα γελάσεις, θα χορέψεις το ίδιο κεφάτα και συνάμα λίγο διαφορετικά. Θα περιμένεις τη στιγμή που θα φύγει. Όχι πως θέλεις, για κανένα λόγο, πράγματι να φύγει, ζητάς όμως το φιλί. Θα ‘ναι όπως τις προάλλες;

Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Εσύ ερωτεύτηκες, τι σε νοιάζει μετά από ‘κει; Άπαξ κι ερωτευτείς, όλα τ’ άλλα είναι προκαθορισμένα. Κι η ρουτίνα παραμένει. Και τη φωτίζουν πάντα εκείνα τα μικρά, πολύτιμα, δικά σου πράγματα. Κι ο έρωτας. Κυρίως ο έρωτας.

 

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη