Ψέματα. Για αυτά λέγαμε σήμερα και σε θυμήθηκα. Πώς γίνεται κι όλο σ’ εκείνα σε θυμάμαι; Μοιράστηκαν όλοι από ένα μεγάλο και δικό τους. Ύστερα ήρθε η σειρά μου. Το απέφυγα με κομψότητα και χάρη, μη φανεί η δυσκολία μου κι αυτοί εκεί, να επιμένουν για κάτι που θα ισοφαρίσει το δικό τους πρόβλημα. 

Στην αρχή χαμογέλασα, λίγο και νευρικά κι ύστερα απάντησα. Λοιπόν, θέλεις να το ακούσεις; Για σένα τους είπα και το ψέμα που έχτισα επάνω σου. Πως τάχα μου σε ξέχασα κι εσένα κι ό,τι σε συνοδεύει. Μέχρι και τ’ όνομά σου έφτασα να προσποιούμαι πως έχω ξεχάσει. 

Μου υποσχέθηκαν πως το κενό γεμίζει μονάχα με τρέλα ή με ψέμα κι εγώ επέλεξα να ντύσω το δικό σου με το δεύτερο και τα χρώματα του πρώτου. Μια, δυο, τρεις, έλεγα, θα βαρεθεί η μνήμη και θα σε διαγράψει. 

Αυτή όμως σε κράταγε και κάπως έτσι, αναγκάστηκα να σε κρατήσω κι εγώ. Είπα θα σε βάλω κάπου στην άκρη, να μη μου πειράζεις την ευθεία μα εσύ ήθελες να παίζεις κέντρο. Τι θες και τα σκαλίζεις, θα μου πεις, τώρα αυτά που ήρθαν και πέρασαν τα χρόνια κι εμείς μάθαμε να τα ζούμε χωριστά κι αλήθεια, με πειράζει που δε σου βρίσκω απάντηση. 

Επίσης με πειράζει που χρησιμοποιείς χρόνο παρελθοντικό για κάτι που λέγαμε πως θα μας έτρωγε το μέλλον. Πέρασαν, λες, πια τα χρόνια και σ’ αυτά τα καινούργια δε χωράμε. Έπειτα, είναι κι αυτό το αόριστο «προχωρήσαμε» που βρίσκεις και μου χτυπάς βάναυσα κάθε τόσο, λες και τα βήματα τ’ αντίθετα τα κάναμε μαζί. 

Μιλάς αόριστα σε χρόνο και ουσία εσύ που σιχαινόσουν οτιδήποτε γενικό και μη συγκεκριμένο. Νόμιζες το ξέχασα κι εγώ γελάω που το θυμάμαι. Γελάω που μένω ακόμα να μετράω νοήματα και να κρατάω λεπτομέρειες δικές σου σαν να μου ανήκουν. Τόσο καλά τις έμαθα που πια ‘γίναν και δικές μου. 

Δε με υπολόγισες καλά, δε με πίστεψες. Πείστηκες ότι επειδή προσπέρασαν οι άλλοι, θα προσπέρναγα κι εγώ. Στηρίχτηκες στα στοιχήματα πιο πολύ από μένα. Δεν το σκέφτηκες ποτέ ότι το στοίχημα βασίζεται στο λάθος. Αγωνίες, λαχτάρες κι άλλα τόσα για να δεις ποιος θα φορτωθεί την ήττα. 

Τα πάντα σου θυμάμαι κι από εκείνα περισσότερο αυτά που νομίζεις πως έχω ξεχάσει. Θυμάμαι τα αστεία σου κι ας μη με έκαναν ποτέ μου να γελάσω. Θυμάμαι τη μορφή που ερχόταν κι έπαιρνε το πρόσωπό σου, κάθε τόσο που ζητούσες προσοχή. Θυμάμαι επίσης τις βόλτες στην Αθήνα σε δρόμους που ούτε και η ίδια η πόλη τους θυμάται. Δρόμοι και στέκια που έγιναν δικά μας, επειδή τα περπατήσαμε. 

Μας είδαν μαζί και άρα κρατάνε ευθύνη. Για λίγο τα μισώ που έπρεπε να σ’ έχουν σημείο αναφοράς τους κι εγώ να συνυπάρχω αιώνια και παράλληλα μ’ αυτό. Τα μισώ που δε θα μπορέσω να τα ξαναδώ ποτέ με καθαρό το βλέμμα. Τα μισώ που εκείνα στέκουν ίδια κι εμείς διαλύσαμε κι ακόμα που είχες δίκιο όταν έλεγες πως τυχαίοι ήμασταν και θα περνούσαμε.

Το ‘χα βάλει πείσμα να σε αποδείξω λάθος. Τυχαίοι μπορεί να ήμασταν μα δε θα περνούσαμε. Σε θυμάμαι που έλεγες πως όλοι φεύγουν και μου καταπατούσες το συναίσθημα που σε διάλεξε και σε ήθελε να μείνεις. Με μείωνε να με ρίχνεις στην ίδια εκείνη τη φωτιά που σε κάψανε οι άλλοι. Οι άνθρωποι δε φεύγουν, παραιτούνται σου έλεγα εγώ, μα εσύ σε αντίθεση με μένα δε το θυμήθηκες ποτέ σου. 

Ε, λοιπόν, τη μνήμη σου δεν ξέρω τι να την κάνω. Είχα πει να την πετάξω μήνες τώρα αλλά με τα πολλά ξεχάστηκα και τελικά την κράτησα. Δεν είναι βέβαια όπως κάποτε, όμως σου μοιάζει ακόμα. Δε ευνοεί ούτε ο καιρός, ούτε ο κόσμος, ούτε κι η πόλη γι’ αλλαγές. Απ’ αυτά δε βρήκα τρόπο να απαλλαχτώ.

Όπως και να ‘χει όμως σύντομα θα πρέπει να βρω τρόπο να σ’ αφήσω. Εσένα μαζί και τη θύμησή σου. Μου πιάνεις χώρο κι εγώ τα μαζεύω για να φύγω. Όλα θα τα δοκιμάσω μέχρι να δω με ποιο θα υποχωρήσεις. Αυτή τη φορά δεν είναι φυγή, παραίτηση είναι. Παραίτηση από το μάταιο του να σε κρατάω για άνθρωπο δικό μου. 

Να την κρατήσεις την ανάμνηση εσύ. Εγώ τη χάρηκα και τώρα την αφήνω. 

Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Κατερίνα Κεχαγιά.  

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου