Ανά τους αιώνες, η ανθρωπότητα επιβίωσε από διαφόρων ειδών σκληρές κι επίπονες καταστάσεις∙ παγκοσμίους, ολοκληρωτικά καθεστώτα, πανδημίες και λοιπά καταστροφικά. Ευτυχώς, πάντα έρχεται το τέλος σε κάθε δεινό, αφότου όμως υπάρξουν κι αρκετές απώλειες. Αυτές οι απώλειες δεν είναι αποκλειστικά πρακτικές ή μετριούνται σε ζωές, αλλά έχουν και ψυχολογική μορφή. Είναι εύλογο να πούμε ότι ο άνθρωπος που έχει πληγεί μόνο ψυχολογικά δεν έχει πάθει και πολλά, σε αντίθεση με άλλους συνανθρώπους του, ωστόσο γίνεται εκ των πραγμάτων δύσκολη η τρέχουσα και μελλοντική καθημερινότητά του μ’ αυτά.

Ανάμεσα σ’ αυτά τα ψυχολογικά πλήγματα, βρίσκεται και το σύνδρομο “cabin fever”, ή αλλιώς «ο πυρετός της καμπίνας». Δεν πρόκειται για κάποιο ψυχοσωματικό νόσημα, αφού δεν αναφέρεται στην κυριολεξία η λέξη πυρετός∙ έχει χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει την έντονη κατάσταση στην οποία βρίσκεται το άτομο που το βιώνει. Δεν υπάρχει ακριβής ορισμός για τον όρο cabin fever, καθώς δεν αποτελεί ψυχολογική διαταραχή. Θα μπορούσε να προσδιοριστεί επιγραμματικά ως τα αρνητικά συναισθήματα που βιώνουμε, λόγω του εγκλεισμού στο σπίτι. Επινοήθηκε απ’ τον Σίγκμουντ Φρόιντ και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, όταν οι άνθρωποι αναγκάζονταν να παραμένουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο χώρο τους, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών του χειμώνα.

Συνήθως, οι άνθρωποι που ζουν με τον πυρετό της καμπίνας είναι τρόφιμοι φυλακών με μακρόχρονη ποινή, κλινήρεις με βραδεία ανάρρωση, όμηροι απαγωγέων και κάτοχοι οικοπέδων σε απόμερες περιοχές. Λόγω των σημερινών συνθηκών περιορισμού, προστίθενται καθημερινά ανάμεσα σ’ αυτούς πολλοί ακόμα άνθρωποι. Πιο επιρρεπείς σ’ αυτό το σύνδρομο είναι οι πολύ κοινωνικοί, εξωστρεφείς και δραστήριοι.

Τα συμπτώματα του ψυχολογικού αυτού πυρετού διαφέρουν από άτομο σε άτομο κι ο καθένας μπορεί να εμφανίσει λιγότερα ή περισσότερα. Τα πιο συχνά απ’ αυτά είναι το υπερβολικό άγχος κι ο λήθαργος, ενώ πιο σπάνια είναι τα εξής: η αναίτια κόπωση, η υπερυπνία, η ευερεθιστότητα, η πλήξη, η απελπισία, η δυσκολία συγκέντρωσης, η αδυναμία μνήμης, η αναπαραγωγή αρνητικών σκέψεων, η έλλειψη κινήτρου, η βουλιμία κι ο φόβος για την αλλαγή περιβάλλοντος.

Φαινομενικά, ο φόβος του να φύγουμε απ’ τον χώρο που νιώθουμε φυλακισμένοι δεν είναι λογικός, καθώς η λύτρωσή μας θα ήταν ακριβώς να φύγουμε. Ωστόσο, εξαιτίας των συνθηκών που επιβάλλουν να παραμείνουμε εκεί, σκεφτόμαστε τις συνέπειες που ενδέχεται να έχει αυτό, σ’ εμάς τους ίδιους αλλά και σε συνανθρώπους μας. Σε άλλες περιπτώσεις, δημιουργείται μια σύγχυση στο μυαλό μας, σκεπτόμενοι ότι βρισκόμαστε στην ασφάλεια του σπιτιού μας, όμως παράλληλα νιώθουμε ανασφάλεια, χάνοντας τη δυνατότητα αντίληψης.

Έχοντας κατά νου ότι υπάρχει κι εξωτερικός κι εσωτερικός κίνδυνος, ο οργανισμός αρχίζει να τίθεται σε μια λειτουργία αναμονής, έως ότου αποκατασταθεί πλήρως η κανονικότητα. Ακόμη κι αν μπορούμε να μετακινηθούμε υπό προϋποθέσεις, είμαστε πολύ διστακτικοί, πράγμα το οποίο δημιουργεί θέματα στην εργασία μας ή σε άλλα καθήκοντα και κατ’ επέκταση στην ψυχολογία μας. Αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται τα προβλήματα που έχουμε και μας απασχολούν περισσότερα πράγματα, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε με τίποτα να πάρουμε ψυχολογικά τα πάνω μας.

Όλη αυτή η κατάσταση μας παραπέμπει σε έναν φαύλο κύκλο, στον οποίο δεν ξέρουμε για τι απ’ όλα να χαλαστούμε πρώτα και εξιδανικεύουμε το παρελθόν, όπου πλέον θεωρούμε ότι δεν είχαμε αρκετά μεγάλα προβλήματα. Θέλουμε να προσπεράσουμε την τρέχουσα κακή περίοδο και να φτάσουμε κατευθείαν σ’ ένα μέλλον που θα έχει διαμορφωθεί από μόνο του για εμάς, χωρίς να νιώσουμε το πέρασμα του χρόνου. Στην πραγματικότητα, τίποτα απ’ όλα αυτά δε μας βοηθάει.

Σύμφωνα με τους ψυχολόγους Φρανκ Ρόζενμπλαττ και Κάθριν Ράιτ, για να ξεπεράσει κάποιος τον πυρετό της καμπίνας, χρειάζεται να ακολουθήσει μια σειρά βημάτων, που σταδιακά θα τον επαναφέρουν. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσει και να αποδεχτεί τα δεδομένα της τρέχουσας κατάστασης, ώστε να συμβιβαστεί με αυτά και να διαμορφώσει μια προσωρινή κανονικότητα, χωρίς να περιμένει πότε θα λήξει ο περιορισμός. Έπειτα, να δημιουργήσει μια ρουτίνα, όσο πιο κοντά γίνεται στην προηγούμενη, κάνοντας και καταγράφοντας ένα πρόγραμμα ύπνου, διατροφής ή και εκγύμνασης. Το να είναι σε εγρήγορση το σώμα και το μυαλό με τη γυμναστική ή οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα με την οποία δε νιώθει αδρανής, θα βοηθήσει πολύ στην όλη διαδικασία, λόγω των εκκρίσεων στον εγκέφαλο. Τέλος, οποιαδήποτε επικοινωνία με οικογενειακά και φιλικά πρόσωπα, ακόμα και διαδικτυακή, είναι πολύ ωφέλιμη, καθώς εκτονώνονται τα συναισθήματα και υπάρχει ψυχαγωγία.

Είναι απόλυτα θεμιτό να καταβαλλόμαστε, να επηρεαζόμαστε και να αισθανόμαστε το οτιδήποτε. Δεν είναι, όμως, καθόλου θεμιτό να παρακολουθούμε τον εαυτό μας σε τέτοιες καταστάσεις, σαν να είμαστε κάποιος τρίτος στη ζωή μας. Αν δε μας λέει τίποτα το ότι η δύναμή μας φαίνεται όταν ξεπερνάμε τα όρια, ας βάλουμε μπροστά τον εγωισμό μας κι ας υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας πως είμαστε πιο δυνατοί απ’ αυτό που μας ταλαιπωρεί. Αν η «υπομονή» έχει γίνει στα μάτια μας η πιο υπερεκτιμημένη λέξη, ήρθε η στιγμή να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας! Κι αν δε νιώθουμε έτσι από μόνοι μας, πάντα μπορούμε να ζητήσουμε τη βοήθεια των αγαπημένων μας προσώπων ή των αγαπημένων μας ειδικών∙ είναι κι αυτό θεμιτό.

Συντάκτης: Ελένη Βαλαβάνη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου