Όταν μαθαίνουμε πως δυο άνθρωποι έγιναν ζευγάρι έχουμε στο μυαλό μας τα έντονα συναισθήματα που βιώνουν. Τον έρωτα, το πάθος, την ανυπομονησία και τη λαχτάρα που τους κατακλύζει τις ώρες που είναι χώρια μέχρι τη στιγμή που θα συναντηθούν ξανά. Όλα εκείνα που κάνουν την αδρεναλίνη να χτυπάει κόκκινο, είναι και η πεμπτουσία του έρωτα. Δεν είναι όμως για όλα τα ζευγάρια γραφτό να πάρει η σχέση τους τη λεγόμενη «φυσιολογική» πορεία μιας ερωτικής σχέσης. Και μια τέτοια περίπτωση ήταν εκείνη του Νίκου Μπελογιάννη και της Έλλης Παππά.

Εκείνος, «ο άνθρωπος με το κόκκινο γαρύφαλλο», ήταν 35 κι εκείνη 30 όταν έγιναν ζευγάρι τον Ιούνιο του 1950. Μια γνωριμία έξω από τα συνηθισμένα που όλοι έχουμε ζήσει ή ακούσει. Δε γνωρίστηκαν σε κάποιο πάρτι, ούτε κοινοί φίλοι τους έφεραν κοντά. Οι πολιτικές τους πεποιθήσεις και ο κοινός αγώνας που έδιναν ενάντια στους κατακτητές και στο τότε πολιτικό σύστημα της χώρας έγιναν η αφορμή να βρεθούν και να ερωτευτούν.

Η τύχη της σχέσης τους, όμως, δεν τους έκανε τη χάρη να τούς αφήσει να το χαρούν όπως αρμόζει σε δύο ερωτευμένους ανθρώπους που μόλις ήρθαν κοντά. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου βρίσκονται και οι δύο στη φυλακή με την κατηγορία της κατασκοπείας. Μετά από δίκη καταδικάζονται σε θάνατο. Ταυτόχρονα -μέσα στη φυλακή- ήρθε στη ζωή ο καρπός τους έρωτά τους.

Όλα δύσκολα και όλα κόντρα, σε μια ιστορία αγάπης που κατάφερε να ζήσει εις τους αιώνας των αιώνων. Μια ερωτευμένη γυναίκα που δεν πρόλαβε να χορτάσει τον άντρα που αγάπησε, ένα παιδί μου μέχρι τα τρία του χρόνια μεγάλωνε στη φυλακή μαζί με τη μητέρα του και ένας άντρας που μπροστά στα πολιτικά του φρονήματα ζήτησε από τη γυναίκα της ζωής του να μείνει ζωντανή για να εκδικηθεί.

Για εκείνον, η Έλλη, ήταν το «γαρύφαλλό» του. Για εκείνη, ο Νίκος, ήταν ο άνθρωπος που θα προτιμούσε να είχε πεθάνει μαζί του, αφού ούσα μητέρα ανήλικου η δική της θανατική καταδίκη δεν έλαβε χώρα. Ακόμη και πολλά χρόνια μετά σε διάφορες συνεντεύξεις που έδωσε, η Έλλη δακρύζει όταν περιγράφει τη στιγμή που τον αποχαιρέτησε στην πόρτα του κελιού της. Ακόμη και πολλά χρόνια μετά, αν της είχε δοθεί η ευκαιρία, θα επέλεγε να είχε σταθεί δίπλα του στο απόσπασμα. Μια αγάπη έξω από κάθε στεγανό ακόμη κι αν τους είχαν κλείσει στην απομόνωση. Μια αγάπη που τα βλέμματα, μέσα από τα κελιά μιας φυλακής, έβγαζαν περισσότερο συναίσθημα και πίστη σ’ αυτήν. Μια αγάπη που δε λύγισε παρά μόνο μετατέθηκε για μια άλλη ζωή.

Η Έλλη, σε μια άλλη συνέντευξή της, λέει ότι τον έβλεπε στα όνειρά της για πάρα πολλά χρόνια. Μάλιστα έμοιαζε τόσο αληθινός και η φωνή του ήταν τόσο ζωντανή που ξυπνούσε και έψαχνε να βρει από ποιο μέρος του σπιτιού την φωνάζει. Μια λαχτάρα κι ένας έρωτας που για το πρόσωπο που έμεινε πίσω έμελλε να είναι καθοριστικής σημασίας, αφού η Έλλη ποτέ ξανά δε σύναψε σχέση με κανέναν άλλον. Άλλωστε το να είσαι το «γαρύφαλλο» του Μπελογιάννη το λες παράσημο και τίτλο τιμής!

Μια γυναίκα που έζησε στη μνήμη του με το κεφάλι ψηλά και χωρίς ποτέ να το έχει βάλει κάτω κι ένας άντρας που πέθανε περήφανος αφού ήξερε ότι η σύντροφός του δε θα τον απογοήτευε ποτέ .Μια αγάπη που πέρασε κυριολεκτικά διά πυρός και σιδήρου αλλά έμεινε άθικτη. Η Έλλη θάφτηκε δίπλα του κι αυτό, για εκείνη, ήταν η επανένωσή τους για πάντα. Ένα «πάντα» που δεν τους δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να ζήσουν και που τούς στερήθηκε τόσο νωρίς. Μα τελικά, αν είναι να αξίζει για κάτι κάποιος να πεθάνει, αυτό είναι οι μεγάλες ιδέες κι ο έρωτας. Κι οι δυο τους, το ήξεραν καλά αυτό.

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου