Ανά τους αιώνες πολλές ιστορίες αγάπης κι έρωτα διαιωνίζονται, εξυμνούνται και μνημονεύονται, καθώς μας διδάσκουν, μας κάνουν να νοσταλγούμε και να ονειρευόμαστε. Μια εξ’ αυτών είναι η ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, η οποία γεννήθηκε στη Δύση κι αγκαλιάστηκε σ’ αυτή. Στην Ανατολή, όμως, δημιουργήθηκε μια άλλη ρομαντική ιστορία παράφορης αγάπης που οι περισσότεροι από μας δεν έχουμε ακούσει. Είναι αυτή του Μετζνούν (ή Κάης) και της Λεϊλά.

Η Λεϊλά κι ο Κάης ήταν δύο μικρά παιδιά μιας βερβερικής φυλής που μεγάλωναν μαζί και με τον καιρό ερωτεύονταν. Όσο μεγάλωναν, η αγάπη τους άρχισε να διαδίδεται στην κοινότητα κι έτσι ο πατέρας του Κάης πήγε να ζητήσει το χέρι της Λεϊλά, εκ μέρους του γιού του, όπως πρόσταζαν οι παραδόσεις της εποχής. Ο πατέρας της όμως αρνήθηκε, επειδή θεωρούσε πως το ήθος της οικογένειάς του είχε θιχτεί απ’ αυτή την έκφραση συναισθημάτων. Έπειτα, η οικογένειά της Λεϊλά την παντρεύει με έναν πλούσιο άντρα μεγαλύτερης ηλικίας.

Ο Κάης, νιώθοντας αβάσταχτο πόνο, λόγω του χωρισμού του απ’ την Λεϊλά, καταφεύγει στις ερήμους και τρελαίνεται απ’ τον έρωτά του γι’ αυτή. Τότε ήταν που του προσδόθηκε το όνομα Μετζνούν, το οποίο στα αραβικά σημαίνει «τρελός». Η Λεϊλά απ’ την πλευρά της δεν μπόρεσε ποτέ να δοθεί στον άντρα με τον οποίο ήταν παντρεμένη!

Ο μύθος θέλει τη Λεϊλά, μετά από καιρό, να αναζητεί τον Μετζνούν στις ερήμους, αλλά όταν τον βρίσκει να μην την αναγνωρίζει. Την ένιωθε σαν κάτι άυλο, πνευματικό κι είχε ξεχάσει την υλική μορφή της, την όψη της. Έπειτα, η Λεϊλά κατέληξε από μια αρρώστια κι όταν ο Μετζνούν το έμαθε, πήγε στον τάφο της όπου άφησε την τελευταία του πνοή θρηνώντας. Τότε οι δύο αυτές άσπιλες κι ερωτευμένες ψυχές επανασυνδέθηκαν στη μετά θάνατον ζωή κι έπαψαν να υποφέρουν.

Πρόκειται για έναν αρχαίο περσικό μύθο, ο οποίος διαδιδόταν από στόμα σε στόμα, καθώς εκείνη την εποχή τα λογοτεχνικά και κάθε είδους κείμενα απομνημονεύονταν, μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα και δεν αποτυπώνονταν γραπτά. Με το πέρασμα του χρόνου, ο μύθος με πρωταγωνιστή τον Μετζνούν υπέστη πολλές διασκευές. Σε κάποιες εκδοχές ο Μετζνούν καθοδηγείται από οικείους του στη Μέκκα για να προσευχηθεί στο Θεό και να του ζητήσει να σβήσει από μέσα του τη φωτιά της Λεϊλά, αλλά αντ’ αυτού ζητά να φουντώσει περισσότερο, να βιώσει τον έρωτα σε κάθε έκφανσή του! Σε μια άλλη εκδοχή ο Χαλίφης Χαρούν αλ-Ρασίντ επιδιώκει να δει ιδίοις όμμασι τη Λεϊλά που τόσο έρωτα και καταστροφή προκάλεσε σ’ έναν άντρα. Φαντάζεται την ομορφιά της απαράμιλλη, ξεχωριστή, σχεδόν θεϊκή, αλλά όταν την αντικρίζει απογοητεύεται. Η Λεϊλά τού δίνει ένα πολύ σημαντικό μάθημα για την αγάπη, λέγοντάς του πως θα έπρεπε να τη δει μέσα απ’ τα μάτια του Μετζνούν, ώστε να αντικρίσει την ομορφιά της.

Οι εκδοχές είναι αναρίθμητες, μα σε καμία δεν αλλάζει η αφοσίωση μεταξύ δύο ερωτευμένων και το τραγικό τέλος, ο αναγκαστικός χωρισμός δύο σωμάτων που οι ψυχές τους βρίσκονταν μαζί. Εκτός από την περσική γλώσσα, διαδόθηκε και στην αραβική και την τουρκική. Πολλοί καλλιτέχνες και λόγιοι εμπνεύστηκαν απ’ αυτή την ιστορία και έφτιαξαν τα δικά τους έργα, τα οποία αποδέχτηκε κι αγάπησε ιδιαίτερα το κοινό στο οποίο απευθύνονται. Αποτελούσε κι αποτελεί δημοφιλές θέμα για λογοτεχνικά κείμενα, ερωτικά τραγούδια και κινηματογραφικές παραγωγές.

Το 1188, ο επικός ποιητής Νιζαμί Γκαντζαβί, περσικής καταγωγής, επιχείρησε να συγκεντρώσει τις υπάρχουσες προφορικές και γραπτές πηγές και να γράψει ένα ποίημα 8000 στοίχων, κατά παραγγελία του ηγεμόνα Σιρβανσάχ. Συγκαταλέγεται στους λεγόμενους Σουφιστές, ή αλλιώς μυστικιστές, άποψη των οποίων αποτελούσε πως ένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να αγαπήσει τον εαυτό του, αν δεν είχε αγαπήσει κάποιον συνάνθρωπό του ή το Θεό. Σύμφωνα με τον ισλαμικό πολιτισμό, όποιος δεν έχει αγαπήσει ή ερωτευτεί δεν μπορεί να θεωρείται άνθρωπος∙ αυτά τα αισθήματα τον κάνουν άνθρωπο και τον ξεχωρίζουν απ’ τα άλλα ζώα.

Είναι ένα εξαιρετικό δημιούργημα, στο οποίο ο Νιζαμί παρουσιάζει επιδέξια την ψυχολογική απεικόνιση των περίπλοκων συναισθημάτων του ανθρώπου, όταν γνωρίζει τον απόλυτο έρωτα που δε γνωρίζει νόμους και προσταγές. Σήμερα είναι μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες, οπότε μπορούμε να το παρακολουθήσουμε σ’ όλη του την έκταση.

Το 1970, ο κορυφαίος καλλιτέχνης Eric Clapton εμπνεύστηκε, διαβάζοντάς το, και δημιούργησε το πολύ δημοφιλές του τραγούδι «Layla», ενώ, το 2011, γυρίστηκε μια σουρεαλιστική κωμική σειρά, τουρκικής παραγωγής, η «Leyla ile Mecnun».

Αυτήν την ιστορική αναδρομή και περιδρομή στην ανατολική ερωτική λογοτεχνία, δε θα μπορούσαμε να ολοκληρώσουμε καλύτερα, παρά παίρνοντας μια μικρή γεύση απ’ το ποίημα του Νιζαμί, που βρίσκεται πιο κοντά από κάθε άλλο στο αρχικό:

«Εσύ είσαι ο λόγος που αργοπεθαίνω,

μα όσο ζω,

τόσο περισσότερο σε θέλω, τόσο σε συγχωρώ.

Εσύ είσαι ο ήλιος κι εγώ είμαι τ’ άστρο της νύχτας:

ανάτειλες και χάθηκε το λιγοστό μου φως.

Φθονούν οι φλόγες των κεριών

το φέγγος της ματιάς σου.

Ανθίζουν τα τριαντάφυλλα μονάχα στ’ όνομά σου.

Να ζω μακριά σου, αδύνατο!

Και μέχρι να πεθάνω,

τον έρωτα, την πίστη μου τραγούδι μου θα κάνω.

Βασανισμένος, στόχος στα χτυπήματά σου μένω:

και σαν πεθάνω, το αίμα μου θα’ ναι για σε χυμένο.»

Συντάκτης: Ελένη Βαλαβάνη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.