Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που ξεχωρίζει έναν αληθινό γονιό από κάποιον που απλά έχει κάνει ένα παιδί. Γιατί ο πατέρας μου να ‘ναι ο μπαμπάς μου; Μπορώ να τον νιώσω μπαμπά μου; Έχω κάποιες αναμνήσεις από εκείνον μέσα στο σπίτι μου, ελάχιστες όμως μιας κι έφυγε όταν ήμουν πέντε ετών, με αποτέλεσμα να τον βλέπω σκαστά, χωρίς να το μάθει η μαμά.

Μερικές φορές έξω απ’ το σχολείο σε κάποιο διάλειμμα ή όταν πήγαινα στα αγγλικά ή στον χορό με πετύχαινε στον δρόμο. Αυτός ήταν ο πατέρας μου, που εγώ θα ‘πρεπε να τον νιώθω μπαμπά μου. Και ρωτάω, γίνεται αυτό; Η μαμά τον έδιωξε απ’ το σπίτι για τους δικούς της λόγους κι έμεινα εγώ στην πόρτα να κλαίω. Με ρώτησε κανείς αν μπορώ να ζω χωρίς εκείνον; Θυμάμαι ως παιδί που συνέχεια ρωτούσα πότε θα τον δω, μα δεν έπαιρνα ποτέ απάντηση. Την πίεσα όσο περισσότερο μπορούσα με την παραβατική μου συμπεριφορά και τελικά λύγισε -γιατί (μάλλον) όντως είναι μαμά.

Κανόνισε να τον βλέπω δύο φορές την εβδομάδα και σε κάποιες γιορτές. Περνούσαμε χρόνο μαζί. Τρώγαμε παγωτό, περπατούσαμε χωρίς φόβο, πηγαίναμε στο λούνα παρκ, κάναμε ταξίδια. Όλα ήταν υπέροχα. Είχα και πάλι τον μπαμπά μου πίσω. Τον είχα κερδίσει με την αξία μου. Ήμουν ευτυχισμένη. Μέχρι εκείνη τη μέρα. Δε θα την ξεχάσω ποτέ.

Τον ένιωθα λίγο περίεργο, αλλά δεν έδινα σημασία. Έχουν περάσει περίπου οκτώ χρόνια από τότε, αλλά τα θυμάμαι όλα τόσο έντονα. Ήταν η μέρα των γενεθλίων μου κι είχα παρακαλέσει τη μαμά μου να την περάσω με τον μπαμπά, με αντάλλαγμα να σκουπίσω το σπίτι το σαββατοκύριακο. Ναι, πάντα ό,τι ζητούσα σε σχέση με τον μπαμπά περιείχε ένα αντάλλαγμα. Τίποτα δεν ήταν εύκολο.

Μόλις μου είχε μαγειρέψει το αγαπημένο μου φαγητό, αβγά τηγανητά με πατάτες. Τον παρατηρούσα. Πήγαινε πάνω-κάτω ώρα τώρα. Έρχεται, λοιπόν, και κάθεται δίπλα μου. «Έλα εδώ» μου λέει και με παίρνει αγκαλιά. «Ξέρεις ποσό σ’ αγαπάω κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ». Γουρλώνω τα μάτια μου κι η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει σαν τρελή. «Τον χάνω. Πάλι!» σκέφτομαι. Και συνεχίζει «Με τη μητέρα σου εδώ και χρόνια είμαστε χωριά κι αντιλαμβάνομαι πόσο σε έχει κουράσει όλο αυτό. Όπως κι εμένα. Σήμερα, λόγω των γενεθλίων σου, θα ήθελα να σου κάνω ένα δώρο που ελπίζω να σ’ αρέσει». Συνεχίζω να κοιτάζω φοβισμένη, χωρίς να βγάζω κιχ. «Το απόγευμα θα ήθελα να γνωρίσεις τη Στέλλα. Είμαστε μαζί τον τελευταίο καιρό και σκεφτόμαστε να παντρευτούμε.»

Έβαλα τα κλάματα και κλείστηκα στο δωμάτιό μου, μέχρι που ήρθε η μαμά μου να με πάρει. Δεν του μιλούσα για την επόμενη βδομάδα. Έκανε πολλά για να με κερδίσει, αλλά κάτι μέσα μου είχε σπάσει. Δεν ήμουν εγώ αρκετή; Τι την ήθελε τη Στέλλα; Θέλει κι αλλά παιδιά; Γιατί; Αφού έχει εμένα. Δεν ήθελα να τον μοιραστώ. Αλλά έπρεπε. Δε με ρώτησε κανείς και σύντομα έκαναν το πρώτο τους παιδί. Και μετά ήρθε και το άλλο, και για να μη σας τα πολυλογώ τώρα έχω τρία αδέρφια. Ετεροθαλή.

Πώς μου φαίνεται; Λένε ότι οι ορμόνες στην εφηβεία χτυπάνε κόκκινο. Ο θυμός είναι το μοναδικό συναίσθημα που νιώθουμε εμείς οι έφηβοι. Έτσι μας λένε. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια ή αν είναι κάποιο κόλπο των μεγάλων για να μας επιβάλλουν και πάλι την άποψή τους, το μόνο που ξέρω είναι πως ακόμη και μετά από τόσα χρόνια δεν μπορώ να το διαχειριστώ. Ζηλεύω. Εκείνα έχουν μια αρκετά αγαπημένη κι ενωμένη οικογένεια κι εγώ δεν έχω τίποτα. Έχω δυο γονείς χωρισμένους. Έναν μπαμπά με άλλα τρία παιδιά και μια γυναίκα που προσπαθεί να γίνει η δεύτερη μαμά μου.

Δεν έχω καμία οικογενειακή ανάμνηση απ’ τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, το καλοκαίρι. Πάντα ήμουν αναγκασμένη να προγραμματίσω πότε θα πάω πού και πάντα ένιωθα τύψεις. Μια στεναχωρούσα τη μαμά, μια τον μπαμπά. Πάντα στη μέση. Ποτέ δεν έζησα αυτό το «όλοι μαζί». Και τώρα, ο μπαμπάς έχει άλλα τρία παιδιά και μαζί τους γιορτάζει τα πάντα. Είναι ευτυχισμένος και δεν είμαι εγώ η αιτία αλλά η νέα του οικογένεια. Έχω αντικατασταθεί. Νιώθω τελείως παρείσακτη σ’ αυτό το σπίτι. Πολλές φορές έχω ακούσει τα δήθεν αδέρφια μου να ψιθυρίζουν ότι δεν είναι το σπίτι μου αυτό. Μου τη σπάει που η Στέλλα προσπαθεί να το παίξει φίλη μου. Θα ήθελα πολύ να της πω «Έχω φίλες. Δε σε χρειάζομαι» και να φύγω.

Είμαι φιλοξενούμενη κι ο μπαμπάς μου αδυνατεί να το αντιληφθεί. Στις διακοπές αναγκάζομαι να φεύγω νωρίτερα, μόνη μου, για να ακολουθήσω και τη μαμά και τον μπαμπά. Τα σαββατοκύριακά μου πάντα μοιρασμένα με φοβερή ακρίβεια. Σε όλα έχω πρόγραμμα, μα αυτό δεν είναι ζωή. Δεν είναι αγάπη. Δεν το αντέχω άλλο. Σκέφτομαι να τους παρατήσω και τους δυο και να φύγω.

Αν αρχίσουν να με ψάχνουν, ίσως ξανασμίξουν. Ίσως η αγάπη τους για εμένα να τους ενώσει ξανά και τότε να μπορέσω να νιώσω το νόημα της οικογένειας. Αυτό μου λείπει και ξέρω πως δε θα το βιώσω ποτέ. Είμαι το μπαλαντέρ. Αξίζει να ‘χεις μια τέτοια δήθεν οικογένεια;

 

Συντάκτης: Ιωάννα Αποστολάκου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη