Οι φίλοι μας είναι οι συγγενείς που διαλέξαμε, εξού κι η φράση «δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι». Τους ανοίγουμε το σπίτι μας, τους ξεδιπλώνουμε τις συνήθειές μας, τα προσωπικά μας ενδιαφέροντα, τις σκέψεις μας, με λίγα λόγια όλο μας το «είναι», κάνοντάς τους κομμάτι της ζωής μας.

Φυσικά, δε συμπεριφερόμαστε το ίδιο σε όλους μας τους φίλους. Υπάρχουν αυτοί που ξεχωρίζουμε κι είναι τα λεγόμενα «κολλητάρια». Ε, μ’ αυτούς ανταλλάσσεις τις πιο κρυφές σου ανησυχίες, τα πιο τρέλα σου όνειρα κι εκφράζεις καθετί που νιώθεις, χωρίς δισταγμό και φόβο. Άλλωστε, εσύ τους επέλεξες, δεν μπορεί να ‘χεις πέσει τόσο έξω. Δεν μπορεί να μην έκρινες σωστά. Όποτε κάποιους τους κάνεις ένα με την οικογένειά σου. Δεν τους ξεχωρίζεις από ‘κείνους που είναι αίμα σου.

Δεν αποκλείεται, όμως, πολύ σύντομα –αν είσαι τυχερός και δεν αργήσει– η απογοήτευση να σου χτυπήσει την πόρτα. Σε απλά ελληνικά, σου κόβεται απότομα ο βήχας, μένεις άναυδος, όσο βλέπεις να πέφτουν άνθρωποι που είχες πολύ ψηλά. Ποια φιλία και μπαρούφες; Αυτά υπάρχουν μόνο στα παραμύθια, όπως κι οι μεγάλοι έρωτες, που κρατάνε για πάντα χωρίς ίχνος συμφέροντος και συμβιβασμών. Ξέρεις, αυτή η ανιδιοτελής αγάπη, που εσύ ζητάς, δεν υπάρχει, ούτε καν στη φιλία. Όποτε, φύλαγε τα ρούχα σου, για να ‘χεις τα μισά.

Ας μοιραστώ ένα προσωπικό βίωμα, που δικαιολογεί την απογοήτευσή μου, αλλά παράλληλα επιβεβαιώνει τη θεωρία περί απουσίας συναισθηματικής ανιδιοτέλειας -κι ας φταίει η πικρία που γίνομαι απόλυτη.

Νόμιζα πως είχα βρει, λοιπόν, μια αδελφή ψυχή. Όσο πιο κοντά ερχόμασταν, όμως, κι ο καιρός περνούσε, την ένιωθα να μας συγκρίνει αρκετά, να παραπονιέται για όσα δεν έχει κι έχω εγώ, να προσεγγίζει ανθρώπους που γνώριζα εγώ και γενικά να ζει κάπως τη ζωή μου. Όχι τη δίκη της. Κι όλο αυτό το απέδιδα στον κοινό χρόνο που περνάμε μαζί, σ’ έναν θαυμασμό από μεριάς της ίσως. Μέχρι που κάποια στιγμή ο μιμητισμός κι η ζήλια έπιασαν ταβάνι. Κι εγώ, ούσα αφελής, αγνοούσα τις προειδοποιήσεις του περίγυρού μου που μου χτυπούσαν κόκκινα καμπανάκια.

Ήμουν λιγάκι στο κόσμο μου. Είχα την ανάγκη να ζήσω κάτι αληθινό, να πιστέψω σε μια δυνατή φιλία. Θα ‘μασταν αχώριστα φιλαράκια και κάποτε, στα γεράματά μας, θα περπατάμε με ένα σκύλο σε ένα σοκάκι κάποιου νησιού. Θα ‘μασταν μαζί, δεμένες, η μία για την άλλη. Οπότε δε μου καιγόταν καρφάκι που κάποιες φορές μου πέρναγε η ιδέα πως γλυκοκοίταζε τον σύντροφό μου, γιατί ήξερα πως το κολλητάρι μου δε θα έκανε καν κίνηση κι ότι όλα αυτά ήταν δημιουργήματα του μυαλού μου -γιατί, εδώ που τα λέμε, γίνομαι κάποιες φορές λιγάκι παράλογη. Βέβαια, τώρα ξέρω πως δεν ήταν παράνοια αλλά μάλλον ένστικτο, το οποίο θα πρέπει να το εμπιστευόμαστε. Γιατί να πλησιάσει, όμως, το δικό μου ταίρι; Δεν υπάρχουν άλλα; Κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ.

Ύστερα από όλα αυτά, από κόπιες σε ντυσίματα, ακόμα και σ’ ατάκες, δραστηριότητες κι αντιδράσεις, άρχισα να σκέφτομαι ότι κατά πάσα πιθανότητα ζηλεύει την όλη δίκη μου φάση. Το καθετί που κάνω. Ίσως γιατί το παλεύω με όλη μου την ψυχή και το υποστηρίζω μέχρι τέλους, ενώ εκείνη; Φυσικά και παθιάζεται, μόνο με τον εαυτό της. Αυτό έκανε μπαμ σε κάθε της κίνηση, κάθε της βλέμμα, κάθε της λέξη.

Εκεί που άρχισα να επιβεβαιώνω πως κάτι τρέχει, ήταν όταν έμπλεξε με κάποιον μου έμοιαζε πολύ με τον δικό μου σύντροφο. Φερόταν όπως φέρομαι εγώ στον άνθρωπό μου, του μιλούσε με τον ίδιο τρόπο. Συμπεριφορά που με ξένισε και με τάραξε. Κι ήταν τόσο παρόμοιες κι οι συνήθειές τους, τα γούστα τους, ακόμα κι η δουλειά τους, τόσα πολλά κοινά για να ’ναι σύμπτωση.

Κι εκείνη σαν να συμβαίνει τίποτα, μες στην ανετίλα κάθε φορά που ερχόταν σπίτι μου. Συνέχισε να αυτοπροσκαλείται όπου πήγαινα, να μου κάνει σκηνές αν έβγαινα με τον σύντροφό σου κι αν τολμούσα να τον βάλω σε προτεραιότητα. Άσε και το θάψιμο που έριξε σ’ όλους τους κοινούς μας φίλους, γιατί επέλεξα να πάω διακοπές με το ταίρι μου κι όχι με εκείνη.

«Μπα, αποκλείεται, δε γίνεται», οι πρώτες αντιδράσεις μου όταν το πήρα χαμπάρι πως η καλύτερή μου φίλη ήταν η μεγαλύτερη ανταγωνίστριά μου. Τι να ζηλεύει από ‘μενα; Ο καθένας έχει τη ζωή του και την χτίζει με τις δικές του επιθυμίες. Συνειδητοποίησα, όμως πια, πως ακόμα και την τέλεια ζωή να ‘χει κάποιος και να μην του λείπει τίποτα, αν είναι κομπλεξικός, θα σε ζηλεύει ακόμα κι όταν δε θα ‘χεις να φας.

Γιατί κάποιοι άνθρωποι από αυτό παίρνουν ζωή. Κάτι σαν τη κακιά μητριά στα παραμύθια. Η ζήλια κι ο φθόνος γεμίζουν τη ζωή τους κι οι μπαταρίες τους φορτίζουν μόνο αν δηλητηριάσουν λίγο τις στιγμές σου. Κι είναι οι ίδιοι που σου συμπαραστέκονται σε κάθε δύσκολη στιγμή. Ποτέ δε σ’ αφήνουν στη δυστυχία, αλλά ούτε και στην ευτυχία, θέλουν να ‘ναι πάντα κοντά, πολύ κοντά,  για να μάθουν το μυστικό της επιτυχίας σου και να σε ισοπεδώσουν.

Εγώ κουράστηκα να αναλώνομαι σε τέτοιες καταστάσεις. Το τελευταίο που μου χρειάζεται είναι κάποιος να παρασιτεί στη ζωή μου. Λυπάμαι, αλλά δε θα αρρωστήσω για να περνάει κάποιος άλλο καλά, εις βάρος μου. Στο καλό και μακριά μας τέτοιοι χαρακτήρες.

Συντάκτης: Ιωάννα Αποστολάκου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη