Τέσσερις πήγε, σου είπαν πάλι «φύγε, φύγε από το μαγαζί». Όχι, δε θα βγει ο Μαζωνάκης, μη χαίρεσαι τζάμπα, απλά το μαγαζί κλείνει στις τέσσερις κι εσύ, αν δεν ψήνεσαι για μακροβούτι στο κρεβάτι σου, θα ψάξεις κάπου άλλου να πας, για να συνεχίσεις τη βραδιά σου.

Όλοι ξέρουμε πως αυτό το «κάπου άλλου», τέτοια ώρα, είναι προφανώς ένα αφτεράδικο και λογικά κάπως καμένο. Όχι λόγω πυρκαγιάς, ούτε το λες έτσι για το μαύρο χρώμα στους τοίχους. Καμένο το κάνουν κυρίως οι μουσικές του επιλογές. Κομμάτια που εννοείται πως δε θα τα ακούγαμε, αν πρώτα δεν είχαμε πιει τα ποτάκια μας –αριθμός διψήφιος για να αντέξουμε– σε στέκια που ίσως και να μην προτιμούσαμε, αν είχαμε άλλη επιλογή.

Τα αφτεράδικα αυτά είναι μετρημένα στα δάχτυλα κι όσο πιο μικρή η περιοχή, τόσο πιο περιορισμένες οι επιλογές μας. Έτσι, αν θέλουμε να το τραβήξουμε κι άλλο, δεν έχουμε και πουθενά αλλού να πάμε. Παρότι, όμως, πάμε εκεί κάπως αναγκαστικά, κανείς και τίποτα δε μας αναγκάζει να μείνουμε, αν δε γουστάρουμε.  Κι όσο κι αν γκρινιάζουμε για τον ό,τι να ‘ναι DJ ή τον κόσμο, ακριβώς γι’ αυτό τα αγαπάμε. Γιατί εκεί μέσα είναι όλα χύμα κι εμείς ελεύθερα ο εαυτός μας. Δεν κρατάμε τους τύπους, δεν ντρεπόμαστε να χορέψουμε, ακόμα κι αν δείξουμε τέρμα γελοίοι. Βγάζουμε τα παπούτσια μας, αν μας χτυπήσουν και δε δίνουμε δεκάρα για τα μαλλιά μας και τις εκφράσεις μας. Δε μένουμε στημένοι κι ατσαλάκωτοι, περιμένοντας τάχα ανυποψίαστοι το αυθόρμητο κλικ του φωτογράφου.

Κι όσο πιο μικρή η κοινωνία που ζούμε ή σπουδάζουμε, τόσο λιγότερες οι μεταμεσονύχτιες (ή μάλλον πολύ πρωινές) επιλογές μας, κι έτσι το αφτεράδικο της πόλης ή του νησιού, γίνεται το στέκι μας, σημείο συνάντησης, με τους πελάτες να γνωρίζονται λίγο-πολύ μεταξύ τους.

Δεν πάμε εκεί για τη φοβερή ποιότητα των ποτών, ούτε για το περιβάλλον και σίγουρα δεν περιμένουμε να ακούσουμε τα πιο νέα κομμάτια ή την playlist που θα επιλέγαμε στο σπίτι μας. Είμαστε προετοιμασμένοι για flashback σ’ όλα τα καμένα κι ίσως κομματάκι trash σουξέ περασμένων δεκαετιών. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίες οι ώρες που λειτουργούν αυτά τα μαγαζιά. Αν ήταν ανοιχτό απ’ τις 12, για παράδειγμα, ο νηφάλιος ροκάς δεν παίζει να το προτιμούσε για την έξοδό του. Στις 5 το πρωί, όμως, κι αφού έχει κάνει όλη η παρέα κεφάλι, όλοι διασκεδάζουν, τραγουδάνε και λικνίζονται με το «Βρήκα το κλειδί στην πόρτα σου επάνω».

Ροκάς και μεταλλάς, έντεχνος και ποιοτικός, λοιπόν, μέχρι να πάει 5 και να μπεις στο αφτεράδικο. Μετά όλα είναι η αρχή μιας ξεκαρδιστικής ιστορίας, μιας δυνατής (και κάπως θολής) ανάμνησης και μιας επικής βραδιάς με απρόσμενο τέλος.

Θα τσουγκρίσουμε τα σφηνάκια με την παρέα, θα φλερτάρουμε και θα ακούσουμε πέντε-έξι φορές το «Πάρε πάσα μου την οδοντόβουρτσά μου» και «Τα πρόστυχα τα μαύρα τα εσώρουχά σου». Μέχρι να ξημερώσει για τα καλά και να ‘ρθει πια η ώρα να φορέσουμε τα γυαλιά ηλίου μας και να πιούμε το πρωινό μας καφεδάκι.

Κι αφού τσιμπήσουμε και κάτι, θα επιστρέψουμε στο σπίτι μας, μ’ ένα γερό hangover αλλά και μια ωραία ανάμνηση να αναπολούμε και να συζητάμε στους νηφάλιους καφέδες μας.

Συντάκτης: Κατερίνα Μάρου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη