Ένα μολύβι, ένα τετράδιο και οι σκέψεις σε πλήρη αταξία. Ξημερώματα Κυριακής και ως συνήθως η αϋπνία, από εκείνες τις πιο γλυκές που σχετίζονται με ένα πρόσωπο, βαράει κόκκινο. Θα τα γράψεις σε χαρτί. Όχι-όχι, θα τα πεις τηλεφωνικά καλύτερα. Όχι, ούτε κι αυτό, θα τα πεις κατά πρόσωπο! Επιλογές πολλές και όλες μοιάζουν λάθος, γιατί απλά λιγάκι δειλιάζεις. Άλλωστε, δε σου δίνει και το άτομο την ευκαιρία. Και όταν στη δίνει, τι καταφέρνεις; Χάνεις τα λόγια σου και ούτε το ένα τρίτο από όσα σκέφτεσαι δεν ξεστομίζεις. Περιορίζεσαι σε αμήχανα γελάκια και άκυρες ερωτήσεις περί ανέμων και νεροτσουληθρών, μέσα στις οποίες χοροπηδάνε ανέμελα όλοι οι επικοί διάλογοι που είχες ετοιμάσει. Και δεν είναι ότι κομπλάρεις μόνο, είναι που κατά βάθος θες να κρύψεις όλα τα «σε θέλω» και γενικότερα όλα όσα προδίδουν μια μικρή αδυναμία, καταλήγοντας όμως να έχεις στο πρόσωπό σου ένα βλέμμα που φωνάζει αμηχανία.

Ξανακοιτάς το τετράδιο και πιάνεις ξανά το μολύβι. Μα είναι δυνατόν, σκέφτεσαι, δεν είσαι στο δημοτικό να ξεκινήσεις τα «σκέφτομαι και γράφω», πρέπει επιτέλους να μιλήσεις κανονικά. Να σηκώσεις το ακουστικό και να ξεστομίσεις όσα κάνουν κύκλους στο μυαλό σου. Αλλά επειδή για να τα πεις στα ίσα θέλει λιγάκι πρόβα, ξεκινάς έναν εποικοδομητικότατο διάλογο με το ταβάνι, ο όποιος οδηγεί ως συνήθως στο πουθενά. Θέλει και η ταβανοσκόπηση το ταλέντο της, αλλά δεν την έχουμε όλοι έμφυτη αυτήν την τάση. Ανάσα για να πάρεις δύναμη λοιπόν και πάμε.

 

 

Αλλάζεις στάση στο κρεβάτι και πέφτεις μπρούμυτα παίρνοντας αγκαλιά το κινητό. Τσεκάρεις για εικοστή φορά αν είναι φωτεινή η πράσινη βουλίτσα στο προφίλ και αποφασίζεις πριν πληκτρολογήσεις τα νούμερα να κάνεις μια ύστατη πάσα στο πρόσωπο, δίνοντας την ευκαιρία να κινηθεί εκείνο πρώτα. Ξεκινάς να ψάχνεις κάτι ψαγμένο να ανεβάσεις, όχι φυσικά επειδή σε καίει να έχει το προφίλ σου κίνηση. Και τώρα περιμένεις να δεις αντίδραση. Την έλαβες άραγε; Σπάνια να έρθει αμέσως κι ας είναι πράσινη η βουλίτσα. Θα περιμένεις όμως, θα δώσεις χρόνο πριν κάνεις βήμα να πάρεις το τηλέφωνο που τόσο έντονα σκέφτεσαι. Και εκεί που δε θα το περιμένει το άτομο στην απέναντι μεριά της γραμμής, θα πετάξεις ένα «θέλω να σε δω». Και θα μείνεις μετά με την ψυχή κρεμασμένη στο τηλέφωνο, μέχρι να ακούσεις αυτό που θα την κάνει να ξεκρεμαστεί από το ακουστικό και να επιστρέψει στη θέση της. Αν το σηκώσει βέβαια. Γιατί αν δεν το σηκώσει οι πιθανότητες είναι να βρεθείς στο google να ψάχνεις αν υπάρχει τρόπος να μη φανεί η αναπάντητη.

Είναι φανερό πως δεν υπάρχει οικειότητα. Αλλιώς δε θα έτρεμε το χέρι σου στη σκέψη και μόνο να πληκτρολογήσεις τον αριθμό και να πάρεις να πεις όσα νιώθεις, ούτε θα άνοιγες τις ειδοποιήσεις μία προς μία με την ελπίδα να πετύχεις κάπου εκεί το όνομα χρήστη, ούτε φυσικά κάθε φορά που θα χτύπαγε τηλέφωνο θα παράταγες ό,τι κι αν κάνεις για να δεις μην τυχόν και είναι το όνομα του προσώπου στην οθόνη της κλήσης. Και ναι, φυσικά αυτά όλα συμβαίνουν και με το άτομο που είσαι μαζί, έχει άλλη τρέλα όμως η προσδοκία μιας ειδοποίησης που θα δηλώνει κάτι το απρόσμενο. Και όσο η ειδοποίηση αργεί, τόσο μεγαλώνει η προσμονή. Η αναμονή του ερωτευμένου βέβαια έρχεται με αμφιβολίες. Ένα φευγαλέο «κι αν δε χτυπήσει;» κάνει εμφάνιση, «θα χτυπήσει!  Κι αν δε χτυπήσει είπαμε, θα πάρω εγώ!» λες πλέον φωνάζοντας και κάνοντας μια νευρική κίνηση για να διώξεις αυτό το διαβολάκι που πεταρίζει από τη μία πλευρά του κεφαλιού σου, ενώ από την απέναντι το αγγελούδι που σου πετάει δόσεις υπομονής, του χαμογελάει πλατιά.

Αυτό που σε τραβάει σε έναν άνθρωπο συνήθως είναι κάτι το ανεξήγητο. Ένα συνονθύλευμα από το πρώτο χαμόγελο που σου χάρισε μαζί με το «καλησπέρα», από την αρχική άβολη αμηχανία που έκανε εμφάνιση παρέα με τα πρώτα σημάδια φλερτ και από το πρώτο αστείο που είπες και γέλασε δυνατά, με αποτέλεσμα σε μία στιγμή εκτός από το αγγελάκι με το διαβολάκι, να εμφανίστηκε και το γνωστό μωρό με τα βελάκια του και να στόχευσε κέντρο. Και φυσικά βρήκε στόχο.

Και τώρα να, που είσαι με ένα τηλέφωνο στα χέρια, να περιμένεις να χτυπήσει ή να βρεις το θάρρος να πληκτρολογήσεις πρώτα εσύ τον αριθμό. Και διαισθάνεσαι πως αυτή η αναμονή δεν είναι άδικη, πως δεν ξημεροβραδιάζεσαι πάνω από την οθόνη χωρίς λόγο, πως δεν παθαίνεις πανικό στο όνομα και σύγχυση σε μια επικείμενη συνάντηση, έτσι απλά. Υπάρχει λόγος. Και ο λόγος αυτός ίσως αποκτήσει υπόσταση μόλις βρεις το θάρρος να πατήσεις το πράσινο κουμπί.

 

Συντάκτης: Εμμανουέλα Μπερτάκη
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη