Και τώρα που ενηλικιωθήκαμε και πραγματοποιήθηκε η ευχή που κάναμε μικρότεροι -ναι, ναι, να γίνουμε κι εμείς μεγάλοι και να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας- μην πει κανείς πως δεν έχει νοσταλγήσει τα παιδικά του χρόνια. Παρατηρώντας, πλέον ως ενήλικας, κανείς το παιδί του, το βαφτιστήρι του, το ανιψάκι του, το παιδί του γείτονα τέλος πάντων, δεν ακούς σπάνια το «αχ και να γυρνούσα τον χρόνο πίσω». Εντάξει, δεν μπορούμε να πούμε. Ωραία και η ενήλικη ζωή. Πλέον, ως κύριοι του εαυτού μας, ανεξάρτητοι, δε ζητάμε την άδεια της μαμάς και του μπαμπά για να βγούμε με τους φίλους μας, δεν είμαστε με το ρολόι στο χέρι για να τσεκάρουμε μην και πέρασε η ώρα να γυρίσουμε σπίτι. Βέβαια, πολλές φορές ανακουφιζόμαστε όταν λαμβάνουμε εκείνο το ταπεράκι με το μαμαδίστικο φαγητό, μιας και δεν έχουμε προλάβει να πάμε ούτε super market, ή ένα χέρι βοηθείας από τον μπαμπά στον πίνακα με τα ηλεκτρικά, που δεν έχουμε ιδέα πώς δουλεύει και μας έβγαλε από τα έξοδα του ηλεκτρολόγου.

Ως ενήλικες με υποχρεώσεις και την καθημερινή ρουτίνα να μας πνίγει ώρες-ώρες, ποιος από εμάς δε γύρισε πίσω το μυαλό του σε εκείνες τις στιγμές που το μόνο που μας ένοιαζε ήταν πότε θα μαζευτούμε με τους φίλους το απόγευμα στην πλατεία για παιχνίδι; Ο μεσημεριανός ύπνος φαντάζει ξαφνικά επίτευγμα, όχι τιμωρία όπως τον βλέπαμε παιδιά. Και πλέον οι αναμνήσεις μας τρέχουν συχνά στα χρόνια εκείνα που, ως δια μαγείας, όλα λύνονταν από τους μεγάλους και όχι από εμάς.

Είτε ως γονέας, είτε με αφορμή το ανίψι, είτε με την ιδιότητα του επαγγελματία που ασχολείται με παιδιά, η νοσταλγία μιας εποχής που η ανεμελιά και η ξεγνοιασιά χρωμάτιζαν τη μέρα μας, είναι συχνό φαινόμενο. Νοσταλγούμε τις στιγμές εκείνες που ο φόβος της τιμωρίας για μια σκανδαλιά φάνταζε γιγάντιος, η λύπη που δε μας έπαιρναν το παιχνίδι που είχαμε βάλει στο μάτι ήταν αβάσταχτη και ο «θυμός» μας που μάς τάιζαν μπάμιες με το ζόρι, ασύγκριτος. Τις φορές που κρατήσαμε με λαχτάρα το αγαπημένο μας παγωτό στα χέρια και επειδή είχε ήλιο έτρεξε λίγο μέχρι τον αγκώνα, τις πρώτες ορθοπεταλιές που κατέληξαν σε πανηγυρικές τούμπες, τα μαθητικά τα χρόνια και τις πλάκες μας με τους φίλους από το σχολείο.

Αρκεί κάποιες φορές ένα μικρό ερέθισμα για να μας γυρίσει σε τέτοιες μνήμες. Και μεταξύ μας τώρα, πολλές φορές έχουμε ευχηθεί να γυρίζαμε τον χρόνο πίσω, όχι τόσο για τα παγωτά και τον θυμό για τις μπάμιες, μα κυρίως γιατί υπήρχε πάντα εκείνο το χέρι που μας σήκωνε τις στιγμές που πέφταμε και οι πληγές μας επουλώνονταν με οξυζενέ και ιώδιο. Για τη φροντίδα επίσης που λαμβάναμε από τους παππούδες μας και τις ατελείωτες ιστορίες που μας διηγούνταν. Ακόμη και για τα παλιά μας παιχνίδια, μα κυρίως για τα όσα αυτά υποδήλωναν, που κάποια στιγμή ανακαλύψαμε στο χρονοντούλαπο που πήραμε μαζί μας όταν ανοίξαμε τα φτερά μας και πήγαμε σε δικό μας σπίτι.

Κάνεις μια βόλτα από το παιχνιδάδικο της γειτονιάς σου κι εκεί που χαζεύεις τις κούκλες και τα αμαξάκια ψάχνοντας το κατάλληλο δωράκι, ξαφνικά τα μάτια σου πέφτουν πάνω σε ένα παιχνιδάκι που σε γυρνάει στο παρελθόν. Το παίρνεις στα χέρια σου και από το μυαλό σου περνάνε εικόνες ατελείωτων ωρών που ασχολούσουν μαζί του, ήταν το αγαπημένο σου, θυμάσαι; Άραγε να το έχεις κάπου φυλαγμένο; Κι όσο αναρωτιέσαι, σημειώνεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου να το ψάξεις για να το στολίσεις κάπου στο σπίτι σου.

Και τώρα, κάπου έξω ή και μέσα στο σαλόνι σου, βλέπεις ένα παιδί που παίζει μόνο του ή με την παρέα του δημιουργώντας με τη σειρά του αναμνήσεις που θα το ακολουθούν για καιρό. Το παρατηρείς και για κάποια λεπτά γίνεσαι εσύ αυτό το παιδί. Βάζεις για λίγο στην άκρη τις σκοτούρες και τα άγχη σου και μπαίνεις στη θέση του, αναβιώνοντας στιγμές σου. Αλήθεια, πώς αισθάνεσαι;

 

Συντάκτης: Εμμανουέλα Μπερτάκη
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη