Ήταν όλα εκεί. Οι σιωπές που μιλούσαν πιο δυνατά από τις κραυγές, τα βλέμματα που ηλεκτρίζονταν, οι στιγμές που μύριζαν προσμονή. Ήμασταν δύο σύμπαντα που συγκρούστηκαν με ορμή, μα αντί να εκραγούν και να γεννήσουν κάτι νέο, υποχώρησαν. Ό,τι κι αν σχεδιάστηκε από το σύμπαν, όσο κι αν οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν σαν να ήταν γραφτό, εμείς γίναμε οι καλύτεροι σαμποτέρ της ίδιας μας της ιστορίας. Και τελικά, τίποτα δεν έγινε.

Φοβηθήκαμε. Δειλιάσαμε μπροστά στο συναίσθημα, σκεπάσαμε την αλήθεια με λογική, κρυφτήκαμε πίσω από ανασφάλειες που φάνταζαν ανίκητες. Και τώρα, κοιτάζοντας πίσω, νιώθουμε το κενό να μας καταπίνει. Μια αγάπη που δεν πρόλαβε να ριζώσει, μια ιστορία που δε βρήκε φωνή, μια σχέση που έμεινε στη σκιά του «σχεδόν». Δύο ψυχές που περιπλανιούνται μέσα σε γεμάτες μεγαλουπόλεις και άδειες ζωές, αναζητώντας ένα βλέμμα που θα επιβεβαιώσει πως κάποτε υπήρξαμε κάτι περισσότερο από μια πιθανότητα.

Δεν ήταν πως δεν υπήρχε έλξη – κάθε άλλο. Ήταν μια χημεία βασανιστική, σχεδόν πρωτόγονη, που έκανε το αίμα μας να βράζει και τις ανάσες μας να κόβονται. Ήταν ένα τρέμουλο στην άκρη των δαχτύλων, ένας κόμπος στον λαιμό, ένα «σε θέλω» που ακροβατούσε στα χείλη μας αλλά δεν ειπώθηκε ποτέ. Ήταν τα χέρια που πάλευαν να μη στείλουν το μήνυμα, οι σκέψεις που βασάνιζαν τα βράδια μας, οι στιγμές που ξέραμε πως έπρεπε να κάνουμε κάτι αλλά μέναμε ακίνητοι. Και όσο περισσότερο το καταπνίγαμε, τόσο πιο έντονα το νιώθαμε να μας καταδιώκει.

Και τις λίγες φορές που βρεθήκαμε, η ατμόσφαιρα ηλεκτριζόταν. Τρομερή αμηχανία και σιωπηλές εξομολογήσεις που κρέμονταν από τα χείλη γιατί δεν μπορούσαν να ειπωθούν. Τα βλέμματά μας έλεγαν όσα δεν τολμούσαν οι λέξεις. Πάντα λίγο πιο κοντά, πάντα λίγο πιο μακριά. Στο μεταίχμιο του «είμαστε» και του «θα μπορούσαμε να είμαστε». Μια γραμμή αόρατη και αδιαπέραστη, τραβηγμένη με τα ίδια μας τα χέρια και σκεπασμένη από τους φόβους μας. Και κανείς μας δεν είχε το θάρρος να τη σβήσει. Το παιχνίδι του σχεδόν, που παίζαμε ακούσια, μας νίκησε πριν καν ξεκινήσει.

Ήταν φόβος για την απόρριψη; Φόβος για το άγνωστο; Φόβος μιας πιο βαθιάς δέσμευσης; Ή μήπως απλά μάθαμε να ζούμε προστατευμένοι, να μην εμπιστευόμαστε, να μη ρισκάρουμε; Όταν έχεις συνηθίσει τη μοναξιά, το «μαζί» μοιάζει τρομακτικό. Όταν έχεις πειστεί πως κάθε όμορφο πράγμα έχει ημερομηνία λήξης, δεν τολμάς να ξεκινήσεις κάτι δυνατό. Κι όταν έχεις χάσει μάχες στο όνομα μιας υποτιθέμενης αγάπης, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως αυτή τη φορά μπορεί να είναι διαφορετικά.

Κι έτσι, βολευτήκαμε σε μια αδιευκρίνιστη κατάσταση. Σε μια ημιτελή ιστορία που ποτέ δε γράφτηκε μέχρι το τέλος. Σε μια πιθανότητα που δεν αξιοποιήθηκε. Μια σχέση που έμεινε στη σφαίρα του πιθανού, του ανείπωτου, του «τι θα γινόταν αν…». Δεν είπαμε ποτέ τα πράγματα που έπρεπε να ειπωθούν, δεν κάναμε ποτέ την κίνηση που θα άλλαζε τη ροή της ιστορίας μας. Κι όσο κι αν θέλουμε να πιστέψουμε πως ίσως μια μέρα οι καταστάσεις θα μας φέρουν ξανά κοντά, ξέρουμε βαθιά μέσα μας πως η ζωή δεν περιμένει εκείνους που διστάζουν. Και τώρα, το μόνο που απομένει είναι η συνειδητοποίηση πως αφήσαμε κάτι όμορφο να χαθεί, όχι από έλλειψη συναισθήματος, αλλά από υπερβολική σκέψη.

Και κάπως έτσι, χαθήκαμε. Στην απόσταση, στη σιωπή, στην καθημερινότητα που μας κατάπιε. Όχι γιατί δεν υπήρχε χημεία και έλξη. Όχι γιατί δεν άξιζε. Αλλά γιατί φοβηθήκαμε να διεκδικήσουμε αυτό το κάτι. Κι έτσι, μας έμεινε μόνο η γεύση του ανεκπλήρωτου. Το βάρος του ανικανοποίητου. Ένα κενό στο στέρνο που γίνεται πιο βαρύ τις νύχτες, όταν οι σκέψεις και τα αισθήματα εμφανίζονται χωρίς να ρωτήσουν, κάνοντας το μυαλό μας να ταξιδεύει στα «θα μπορούσαμε».

Δεν ξέρω αν θα μετανιώσουμε για όλο αυτό. Αν κάποια βράδια μετράς κι εσύ τις πιθανότητες που πετάξαμε στα σκουπίδια, όπως τις μετράω κι εγώ. Αν θυμάσαι το άγγιγμα που δε δόθηκε, το φιλί που δε διεκδικήθηκε, το «μαζί» που δε γεννήθηκε ποτέ. Αν σε στοιχειώνει η σκέψη πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Δεν ξέρω αν κι εσύ, όπως κι εγώ, ξαγρυπνάς, αναρωτιέσαι, πονάς. Αν η απουσία μου βαραίνει τις ώρες σου, όπως η δική σου τις δικές μου. Αν οι σιωπές σου είναι γεμάτες με λέξεις που ποτέ δεν τόλμησες να πεις. Αν κι εσύ νιώθεις αυτό το κενό, αυτή τη θλίψη που δεν έχει όνομα, αλλά ξέρεις καλά από πού προέρχεται.

Ίσως, κάποτε ξανασυναντηθούμε. Ίσως τότε, να μη φοβηθούμε. Ίσως το timing να είναι επιτέλους σωστό. Ίσως τότε να κοιταχτούμε στα μάτια και να βρούμε το θάρρος που μας έλειψε. Να αγγίξουμε αυτό που τόσο θέλαμε, αλλά αφήσαμε να χαθεί. Ίσως, όμως, και όχι. Γιατί η ζωή δε δίνει εύκολα δεύτερες ευκαιρίες. Και γιατί, κάποιες φορές, το «κάποτε» δεν έρχεται ποτέ.

Κι αυτό είναι το πιο σκληρό: Δε χάσαμε επειδή δεν υπήρχε κάτι να χαθεί. Χάσαμε γιατί δε βρήκαμε το θάρρος να το διεκδικήσουμε. Και τώρα, το μόνο που μας έμεινε είναι ένα «σχεδόν» που δεν έγινε ποτέ «ολόκληρο». Μια σπίθα που δεν έγινε φλόγα. Μια ιστορία που έμεινε στάσιμη στον πρόλογο. Και όσο κι αν προσπαθούμε να την ξεχάσουμε και να την προσπεράσουμε, όσο κι αν προσποιούμαστε ότι δεν πονάει, η αλήθεια πάντα θα παραμένει η ίδια: Από φόβο χάσαμε.

Συντάκτης: Βαλεντίνα Λεωνίδου