Τα 18 είναι μια ηλικία ορόσημο καθώς σηματοδοτεί μια σειρά μεγάλων μεταβάσεων. Από την παιδική στην ενήλικη ζωή, από το σχολείο στο πανεπιστήμιο, στον στρατό, στην αγορά εργασίας. Στα 18 συμβαίνει και κάτι ακόμα. Πολλοί από εμάς καλούμαστε ν’ αποφασίσουμε κι έπειτα, μέσω εξετάσεων συνήθως, να διεκδικήσουμε την επαγγελματική ιδιότητα που θα φέρουμε στην υπόλοιπη ενήλικη ζωή μας. Ουσιαστικά, αυτό που καλούμαστε ν’ αποφασίσουμε είναι για το πώς θα περνάμε τουλάχιστον το 1/3 των εργάσιμων ημερών της ζωής μας.

Κάποιοι είναι σίγουροι γι’ αυτό που θέλουν κι είτε τα καταφέρνουν είτε δεν πιάνουν τις βάσεις που χρειάζεται για να μπουν στη σχολή της επιθυμίας τους και καταλήγουν σε μια επόμενη επιλογή που βρίσκεται στη λίστα τους. Κάποιοι άλλοι, όμως, δεν είναι τόσο σίγουροι για το τι να διεκδικήσουν. Έτσι, συμπληρώνουν τη λίστα τους με βάση τις επιθυμίες ή γνώμες τρίτων (γονιών, συγγενών, φίλων με το κίνητρο να είναι μαζί στη σχολή), με βάση τι νομίζουν/έχουν ακούσει/έχουν καταλάβει ότι είναι η σχολή που επιλέγουν ή με βάση τι πιστεύουν ότι έχουν τη δυνατότητα/ικανότητα να διεκδικήσουν.

 

 

Στα 18 μου άνηκα στην τελευταία κατηγορία. Συμπλήρωσα το μηχανογραφικό μου χωρίς έντονο πόθο να μπω σε μια σχολή και ν’ ακολουθήσω ένα συγκεκριμένο επάγγελμα. Η μόνη σχολή που ήταν λίγο πιο δελεαστική ήταν αυτή της ψυχολογίας, αλλά εκτός του ότι τότε δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη («πού θα βρεις δουλειά σαν ψυχολόγος»), δεν άνηκε καν στη δέσμη που είχα επιλέξει να εξεταστώ (ναι, τότε υπήρχαν οι δέσμες που η κάθε μία είχε το δικό της γκρουπ σχολών που μπορούσες να δηλώσεις). Η δέσμη που είχα διαλέξει μου έδινε πρόσβαση στα «τεχνοκρατικά επαγγέλματα» κι έτσι κατέληξα να σπουδάζω μηχανικός έργων υποδομής. Από την πρώτη στιγμή η καρδιά μου μού φώναζε πως αυτή η σχολή δε μου ταιριάζει, όμως καταλάγιαζα τη φωνή της με σκέψεις όπως «εκεί έχω περάσει τώρα», «έχει κύρος κι εξέλιξη άμα θέλω», και η πιο tricky σκέψη «μπορεί να μου αρέσει στην πορεία».

Τελείωσα τη σχολή στην ώρα της. Ούτε μέρα παραπάνω. Όχι γιατί τελικά μου άρεσε στην πορεία, αλλά γιατί έτσι είχα μάθει. Να κάνω το καλύτερο που μπορώ πρακτικά χωρίς να δίνω σημασία σε συναισθηματισμούς. Ίσως να φοβόμουν κιόλας να παραδεχτώ ότι η καρδιά έχει δίκαιο, γιατί θα έπρεπε να τα τινάξω όλα στον αέρα και ν’ αρχίσω στα 24 από την αρχή. Να παραδεχτώ πως τζάμπα σπούδασα, τζάμπα πηγαινοερχόμουν στη σχολή, τζάμπα πλήρωναν οι γονείς μου τόσα χρόνια και τζάμπα όλο το διάβασμα και τα ξενύχτια. Και δεν ήμουν έτοιμη να το κάνω. Ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο, όμως, που με έκανε να μην παίρνω την καρδιά μου στα σοβαρά να ήταν ότι δεν είχα κάποια δυνατή επιθυμία για κάτι άλλο. Κάτι να σιγοβράζει μέσα μου και να έχει τη δύναμη να τα κάνει όλα στάχτη για να τα στήσει από την αρχή.

Βγήκα κατευθείαν στην αγορά εργασίας. Ξεκίνησα να δουλεύω σε μια μεγάλη για την εποχή της κατασκευαστική. Εποχή των ολυμπιακών αγώνων κι οι κατασκευαστικές βρισκόταν στην «άνθηση» του… τέλους τους. Με το πέρας των ολυμπιακών τελείωσαν και τα ψέματα. Λάθος χειρισμοί της εταιρίας -ποιος ξέρει- χτύπησε χρεοκοπία και βρέθηκα ν’ αναζητώ τα δεδουλευμένα μου και νέα εργασία. Στην επόμενη δουλειά το περιβάλλον ήταν σκληρό για τα δεδομένα μου. Από ένα σημείο και μετά τα πρωινά γίνανε πολύ βαριά. Ξυπνούσα και δεν ήθελα να ζήσω τη μέρα που ξημέρωνε. Μετρούσα τις ώρες εκτός δουλειάς που ήταν λίγες, γιατί οι υπερωρίες ήταν μόνιμη συνθήκη. Άντεξα έναν χρόνο. Στην επόμενη κατασκευαστική δούλεψα 4 μήνες «δοκιμαστικά». Δεν πήραν κάποια έργα που περίμεναν κι εγώ βρέθηκα ξανά ν’ αναζητώ δουλειά. Στην τελευταία εταιρία που δούλευα οι συνθήκες ήταν πολύ καλές. Η θέση μου, μια θέση χωρίς ιδιαίτερη εξέλιξη, αλλά δε με πείραζε. Έτσι κι αλλιώς ήθελα την ησυχία μου πιο πολύ από την εξέλιξη σ’ ένα αντικείμενο που ελάχιστα μου κινούσε το ενδιαφέρον. Έτσι νόμιζα στην αρχή. Γιατί όσο περνούσε ο καιρός τόσο μεγάλωνε η δυσαρέσκειά μου για την εξέλιξη που δεν είχα, γενικά.

Τον Μάιο του 2011 ήταν η τελευταία φορά που δούλεψα ως μηχανικός. Δεν ήταν ξεκάθαρο ακόμα τι ήθελα να κάνω, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήθελα να είμαι άλλο μηχανικός. Ξεκίνησα να δουλεύω με τον εαυτό μου. Άρχιζα να διαβάζω πολλά βιβλία προσωπικής ανάπτυξης, παρακολούθησα αρκετά ανοιχτά σεμινάρια ψυχολογίας κι έκανα εκπαιδεύσεις -τη μια μετά την άλλη- σε αντικείμενα που μου κινούσαν πολύ το ενδιαφέρον, όπως νευρογλωσσικός προγραμματισμός, συμβουλευτική, life-coaching. Είχα αρχίσει να προσδιορίζω πλέον τι ήθελα να κάνω, αλλά ακόμα ένιωθα ότι δεν είχα χτυπήσει στόχο.

Ώσπου στα 37 μου, παντρεμένη μ’ ένα 2χρονο μικρό, αποφάσισα πως θέλω να σπουδάσω ψυχολογία. Και το έκανα. Αν ήταν δύσκολο; Ναι. Θα το έκανα, όμως, ξανά και ξανά, γιατί ήταν από τις πιο όμορφες, τις πιο γλυκές περιόδους της ζωής μου. Μερικοί συμφοιτητές μου είχαν μαμάδες λίγα χρόνια μεγαλύτερες από μένα. Δε με πείραζε. Γελούσα από μέσα μου. Με ρωτούσαν «δεν είναι δύσκολο αυτό που κάνεις;». Η απάντησή μου ήταν «μου ήταν πιο δύσκολο να σηκώνομαι κάθε πρωί για να ζω μια ζωή που δεν ήθελα».

Σήμερα, οι επιμετρήσεις και τα σχέδια είναι μια θολή ανάμνηση του παρελθόντος. Το 2011 αποφάσισα να κάνω ένα split στη ζωή μου. Για 8 χρόνια μετά έφερα την πεποίθηση «δεν είμαι αρκετή», πήγαινα από τη μια εκπαίδευση στην άλλη. Από τη μια ψυχοθεραπευτική τεχνική στην άλλη. Και γέμιζα τη φαρέτρα μου. Μέχρι που καθάρισα κι αυτή την πεποίθηση και πλέον μπορώ να εξελίσσομαι νιώθοντας αρκετή. Σήμερα είμαι ψυχολόγος. Κάνω συνεδρίες και ξυπνάω χαρούμενη γι’ αυτό.

Αν κάτι θέλω να σου πω από την ιστορία μου, είναι πως μόνο όταν φτάσεις στο τέλος της ζωής σου έχεις το δικαίωμα να πεις πως είναι αργά. Ποτέ άλλοτε. Ποτέ δεν είναι αργά για να προσφέρεις στη ζωή σου χαρούμενα πρωινά ξυπνήματα. Λένε πως όλοι ερχόμαστε με κάποιο σκοπό. Έναν σκοπό που δίνει νόημα στη ζωή μας, την κάνει πιο ευχάριστη, πιο ανάλαφρη. Όσο πιο μακριά είσαι από τον σκοπό σου, τόσο πιο πολύ θα φωνάζει η καρδιά σου για να σ’ επαναφέρει και τόσο πιο δύσκολη θα είναι η ζωή σου. Άκου, λοιπόν, την καρδιά σου προσεκτικά. Μη φοβηθείς. Ξέρει.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ευαγγελία Θεοδωρούδα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου