Στην κοινωνία όπου μονοπώλιο έχει το «φαίνεσθαι» ασχέτως του «είναι», μεγάλο ρόλο παίζει η εικόνα του καθενός και πώς αυτός την ντύνει. Πέρασε η εποχή που ένα άσπρο φανελάκι κι ένα τζιν ήταν στα τοπ των εμφανίσεων. Πλέον αν το συγκεκριμένο σύνολο δεν κοστίζει ένα σκασμό λεφτά ετοιμάσου για κράξιμο απ’ τα fashion icons, τους λεφτάδες και τους σνομπ, που θα σε κοιτάξουν από πάνω μέχρι κάτω με το βλέμμα «Χριστέ μου, πώς κυκλοφορείς έτσι; Καλό θα ήταν να προσέχεις πώς συνδυάζεις τα ρούχα σου».

Εννοείται πως δε σε νοιάζει και φυσικά δε θα ασχοληθείς. Αυτά τα άτομα πρέπει να τα αφήνουμε στον κόσμο τους και να μην ανοίγουμε διάλογο γιατί έτσι κι αλλιώς δε θα συνεννοηθούμε.

Το παν γι’ αυτούς είναι η εικόνα τους όπως επίσης και το από πού προέρχεται αυτή. Δε νοείται να ακουμπήσει την αλαβάστρινη επιδερμίδα τους προϊόν χωρίς ταυτότητα. Κι όχι ταυτότητα ό,τι κι ό,τι! Ταυτότητα γνωστή και ξακουστή κι ακριβοπληρωμένη.

Δεν έχει σημασία πόσα λεφτά βγάζουν απ’ την όποια δουλειά τους. Ακόμη και λίγα να είναι θα τα ενισχύσουν απ’ το πορτοφόλι της μαμάς ή του μπαμπά και θα πάνε για κατάθεση στο πιο ακριβό μαγαζί για να αποκτήσουν  το πιο ακριβό αντικείμενο.

Είναι μικρής σημασίας αν αυτό βλέπεται ή όχι. Την ομορφιά του τη μετρούν σε ευρώ. Αν το ίδιο αντικείμενο το εντοπίζανε στη λαϊκή –στην οποία δεν υπάρχει περίπτωση να πάνε γιατί είναι μπανάλ– ούτε που θα το πρόσεχαν, κι αν το πρόσεχαν θα έκρυβε μια απέχθεια το βλέμμα.

Με ύφος πολλών καρδιναλίων θα εισέρθουν ακόμη και στο μάρκετ, όπου θα προσθέσουν στο καλάθι τους μόνο τα ακριβά κι επώνυμα προϊόντα, προσπερνώντας και κοιτάζοντας απαξιωτικά τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς που θα αγοράζουν ναι μεν περισσότερα, αλλά δευτεροκλασάτα προϊόντα προσφοράς.

Φτάνουν στο ταμείο με τουπέ –λες και κρατούν το Άγιο Δισκοπότηρο–  πληρώνουν το ένα άχρηστο αντικείμενό τους κι εξέρχονται γεμάτοι ικανοποίηση για την επίδειξη χρημάτων που μόλις έκαναν.

Την επίδειξη χρημάτων που μόλις έκαναν μπροστά στη γιαγιά που μετράει τα ψιλά της για να δει αν φτάνουν να πάρει κάτι για το εγγονάκι της. Μπροστά στον πατέρα που μόλις πήρε το μικρό επίδομά του και συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να αγοράσει πέντε μερίδες κρέας για την οικογένειά του, αλλά και στη γυναίκα έξω από το μάρκετ που παρακαλάει όχι για λεφτά αλλά για λίγο ψωμί και γάλα για το παιδί της.

Με την ίδια τιμή του άχρηστου κι επώνυμου προϊόντος που προμηθεύτηκες, αγαπητέ καταναλωτή, θα μπορούσες να αγοράσεις και να προσφέρεις στο συνάνθρωπό σου κάτι αναγκαίο και χρήσιμο. Θα μπορούσες να κατεβάσεις τη μύτη σου απ’ τα πατώματα των άνω επιπέδων, να μαλακώσεις την καρδιά σου και να κάνεις μια καλή πράξη. Σε πληροφορώ ότι η ικανοποίηση που θα έπαιρνες θα ήταν πολύ μεγαλύτερη και θα κρατούσε πολύ περισσότερο.

Το κασκόλ και το σακάκι τα οποία μοστράρεις λες κι είσαι το ένα και μοναδικό τοπ μόντελ κι έδωσες ένα βασικό μισθό για να τα πάρεις επειδή είναι στη μόδα, ο πρόσφυγας που έρχεται ταλαιπωρημένος στη χώρα μας τα έχει μεγαλύτερη ανάγκη.

Έχεις μανία με τα ψώνια –αυτά με τις σακούλες– και θέλεις οπωσδήποτε κάτι να αγοράσεις; Δε θα σε βρίσω ούτε ξιπασμένο θα σε πω. Θα σε κοιτάξω απλά με λύπηση και θα σου πω «οκ φίλε μου, ψώνισε αυτό που θέλεις αλλά προτίμησε κάτι με λιγότερα χρήματα και με τα λεφτά που θα σου απομείνουν πάρε 10 πουλόβερ, έστω απ’ τη λαϊκή, που δεν καταδέχεσαι να πας και μοίρασέ τα στα παιδάκια που ξεπαγιάζουν». Τουλάχιστον θα έχεις προσφέρει σε κάποιους συνανθρώπους σου κάτι απαραίτητο.

Είναι άγνωστο τι ακριβώς θα συνεφέρει αυτά τα άτομα και θα τα κάνει να δούνε την πραγματικότητα. Είναι χάσιμο χρόνου να κάτσεις και να τους εξηγήσεις πόσο πεινάει ο υπόλοιπος κόσμος, πόσο υποφέρουν όλοι αυτοί οι «ταξιδιώτες», που ναι μεν τους κοιτάνε με συμπόνια, αλλά τους φαίνεται αδιανόητο να αποχωριστούν το μπουφανάκι τους –της περασμένης σεζόν, που δε φοράνε πια– επειδή είναι γνωστής μεγάλης εταιρείας και φυσικά πανάκριβο.

Ανώφελη κάθε συζήτηση μαζί τους αλλά –σε μια ύστατη προσπάθεια– καλό θα είναι επιτέλους να ξυπνήσουν και να κοιτάξουν τον κόσμο που βρίσκεται δυο βήματα παραπέρα απ’ τον εαυτό τους.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ελεονόρας Κοκκίνη: Πωλίνα Πανέρη

 

 

Συντάκτης: Ελεονόρα Κοκκίνη