Όσο κλισέ κι αν ακούγεται, πράγματι είναι κι οι γονείς μας άνθρωποι, ευάλωτα όντα από τη φύση τους και δεν ήρθαν με καμία οδηγία στην τσέπη τους σχετικά με τον γονεϊκό ρόλο και το πώς να γίνουν οι καλύτεροι γονείς του κόσμου. Το ξέρουμε, το έχουμε δει, δε μας πειράζει κι ίσως κι εμείς όταν κι αν θελήσουμε τον ρόλο αυτό, να μην είμαστε κι οι πιο σούπερ μαμάδες και μπαμπάδες αντίστοιχα, ακόμα κι αν όλη μας τη ζωή την αφιερώσουμε σ’ αυτό και μόνο το καθήκον.

Κανείς δεν είναι τέλειος. Ωστόσο, αναγνωρίζουμε πως είναι κάποιες λέξεις, που καλύτερα να μη βγουν από το μπαούλο των κακών φράσεων ποτέ κι αν κανείς από τους γονείς εκεί έξω τις σκέφτηκε, καλύτερα ποτέ να μην τις ξεστομίσει. Τα παιδιά όπως φαίνεται, είναι σφουγγάρια κι οργανισμοί που αφομοιώνουν λέξη-λέξη τα λόγια των μεγάλων, ώστε να χτίσουν τη δική τους θεώρηση και να βασίσουν κάπου -γι’ αρχή- τη δόμηση του χαρακτήρα τους. Είναι επομένως δυνατό, μια απλή φράση που ένας ενήλικας δεν μπορεί καν να φανταστεί, να γίνει σταθμός για ένα μόνιμο άγχος ή συναισθήματα κατωτερότητας κι ανεπάρκειας, για ένα μικρό παιδί.

 

1. «Είσαι υπερβολικά ευαίσθητος/η»

Όταν χρησιμοποιείται έστω κι αθώα, έχει την τάση να μεταφέρει το δυναμικό της ευθύνης από τον γονέα, στην  υπερβολική αντιδραστικότητα και την έντονη ευαισθησία του παιδιού, το οποίο με μια ταμπέλα, αμέσως μοιάζει να παίρνει από τους άλλους την ευθύνη και να γίνεται εκείνο το πρόβλημα. Στην πραγματικότητα, αυτό που εκλαμβάνει εδώ ένα παιδί με μειωμένη αυτοπεποίθηση, είναι ότι  «εσύ είσαι μονίμως το πρόβλημα και φταις για όλα». Έτσι το παιδί, το οποίο βασίζεται στην επικοινωνιακή σχέση με τους γονείς του, καταλήγει να θεωρεί πως είναι υπερβολικά τα συναισθήματά του και ξεκινά έχει λιγότερη εμπιστοσύνη στις ανάγκες του, που συχνά παρακούει, γιατί θεωρεί ότι δε μετράνε τόσο.

 

2. «Άφησέ με ήσυχο»

Είναι μια φράση που ακούγεται συχνά από γονείς που έχουν μια έντονη καθημερινότητα, άγχος πίεση κι αφιερώνουν αρκετή ώρα στη εργασία τους. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι, ένα παιδί, να νιώθει πως αποτελεί βάρος, πως είναι ανεπιθύμητο κι επομένως δεν έχει κανένα νόημα να επικοινωνεί με τους γονείς γιατί πάντα το απορρίπτουν. Ως εκ τούτου, ένα τέτοιο παιδί θα χάσει την επικοινωνία με τον γονέα του και θα μιλάνε λιγότερο στο μέλλον κατά την ενηλικίωση, για ό,τι το βασανίζει.

 

3. «Δεν το κάνεις σωστά, δώσ’ το σε μένα»

Αυτή η φράση μόνο ενάντια στην αυτοπεποίθηση ενός νεαρού ατόμου μπορεί να δουλέψει, αφού δίνει την αίσθηση ότι μόνο οι ενήλικες μπορούν να δουλέψουν με την οποιαδήποτε πιο σύνθετη περίσταση, κάτι που ποτέ δε θα βγάλει ένα παιδί από το comfort zone του.

 

4. «Τι πάει λάθος με σένα;»

Αυτή η φράση, μπορεί δυστυχώς να χρησιμοποιηθεί συχνά σε μια δύσκολη στιγμή μ’ έναν αγχωμένο κι εκνευρισμένο γονέα κι όσο αθώα κι αν δείχνει, καθόλου δεν είναι στην πραγματικότητα. Όταν λοιπόν ένας γονέας, από τον οποίο βασίζεται ολόκληρη η παιδική ανάπτυξη του χαρακτήρα, έμμεσα θα δείξει έτσι τη δυσαρέσκειά του, ένα παιδί θα το εσωτερικεύσει και θα το κάνει φόβο ζωής. Σε μια τέτοια ευρεία ερώτηση, ένα παιδικό μυαλό θα είναι τυπικά αδύνατο ν’ ανταπεξέλθει, οπότε με γενίκευση ένα παιδί θα θεωρήσει ότι είναι ένας κακός άνθρωπος και πως δεν είναι αρκετά καλός ή δεν αξίζει.

 

5. «Δεν έχουμε λεφτά κι εσύ όλο ζητάς»

Γενικώς η αποκάλυψη των οικονομικών σ’ ένα μικρό παιδί, πρακτικά δε συνεισφέρει πουθενά, ενώ δημιουργεί σοβαρό άγχος σ’ ένα παιδί που φυσικά δε γνωρίζει τίποτα από οικονομία, υπολογισμούς κι ουσιαστικά βρίσκεται αβοήθητο και στρεσαρισμένο απέναντι σε κάτι στο οποίο δεν έχει κανένα έλεγχο ή επίδραση πάνω του.

 

6. «Η εξάσκηση φέρνει την τελειότητα»

Χωρίς να θέλουμε να πάμε ενάντια εντελώς στο ρητό και να το δικάσουμε, μια τέτοια φράση που διαιωνίζεται ανά γενιές, δημιουργεί στον παιδικό ψυχισμό την υποχρέωση ότι πρέπει συνεχώς κι αδιάλειπτα να προσπαθεί, ενώ αν κάνει κάποια ανθρώπινα και φυσιολογικά λάθη, τότε δε θα είναι το καλύτερο και θα έχει αποτύχει.

 

7. «Θα είσαι μια χαρά, θα περάσει»

Η γρήγορη προσπάθεια που κάνουμε οι άνθρωποι να εκμηδενίσουμε ένα γεγονός, ώστε να φανεί μικρό κι αστείο, για να μη γίνει μπαμπούλας και μας καταπιεί, προφανώς σε κάποιους δουλεύει, αλλά όχι σε όλους κι όχι για πάντα. Ειδικά στην περίπτωση των παιδιών, είναι μια λανθασμένη πρακτική που δε δίνει καν τον πρώτο λόγο σ’ εκείνα να έρθουν κοντά με τον συναισθηματικό τους κόσμο και να μάθουν να εκφράζονται γι’ αυτόν με λόγια. Αφαιρεί, εν ολίγοις, το δικαίωμα του παιδιού να μιλήσει για όλα όσα νιώθει. Το σωστό εδώ θα ήταν να εισακουστεί το πώς νιώθει και τότε ίσως, πράγματι να νιώσει καλύτερα.

 

8 «Θα έκανα τα πάντα για σένα»

Πέρα από ουτοπικό σχέδιο, αυτό ως φράση κρύβει και μια μεγάλη παγίδα που πολλοί χρησιμοποιούν χειριστικά. Φυσικά στις πλείστες γονεϊκές σχέσεις είναι αθώο κι υποδηλώνει υπέρμετρη αγάπη. Όμως ένα παιδί το μεταφράζει ως πλήρη αδυναμία μια μέρα να εκφέρει τη διαφωνία του σκεπτόμενο ότι «αν η μητέρα μου, μου δίνει τα πάντα πώς εγώ θα της πω ποτέ όχι;». Αυτή η σκέψη έναν άνθρωπο τον δεσμεύει για πάντα, εκβιάζοντάς τον συναισθηματικά να μας τοποθετεί στο βάθρο, πράγμα που αν κάνει ένα παιδί με τον γονιό του μπορεί να αποβεί μοιραίο για τις σχέσεις του μετέπειτα.

 

9. «Μην το φας αυτό γιατί θα καταλήξεις χοντρός!»

Μια από τις χειρότερες ατάκες που έχουν ποτέ ακουστεί κι απαγορεύεται να διαιωνίζεται σε αθώα παιδικά αυτιά, είναι αυτή. Το να σχολιάζει κάνεις μόνο με γνώμονα το βάρος ενός ανθρώπου, δημιουργεί μια εμμονική τάση προς συχνή ενασχόληση μόνο με αυτό, ενώ δίνει στα παιδιά την ιδέα ότι πρέπει να δαιμονοποιούν το φαγητό και φυσικά να εχθρεύονται έναν υπέρβαρο άνθρωπο, σαν να έχει διαπράξει κάτι κακό. Δεν προάγει την αποδοχή κι είναι κακή διαπαιδαγώγηση.

 

10. «Σταμάτα να κλαις αυτή τη στιγμή!»

Το να διατάζει κάνεις ένα παιδί να σταματήσει να εκφράζει το πόσο φορτισμένο είναι και να μην αφήνει τη λύπη ή τον θυμό του να ξεσπάσει, είναι μια κακή κίνηση αφενός, γιατί μαθαίνει στον νεαρό μελλοντικό ενήλικα ότι πρέπει ν’ αποφεύγει τα συναισθήματά του και να τ’ αρνείται κι αφετέρου γιατί είναι πραγματικά οκ κάποιος να νιώθει λύπη ή χαρά και να μπορεί όντως να το εκφράσει. Δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό.

Συντάκτης: Ελένη Χριστοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου