Είναι νομίζω κοινώς παραδεκτό το γεγονός πως το αλκοόλ είναι κάτι που οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν στην καθημερινότητά τους. Αυτό το ένα ποτηράκι μετά από μια δύσκολη βάρδια στη δουλειά για να χαλαρώσεις, ή το ένα σφηνάκι πριν από ένα πρώτο ραντεβού για να μην είσαι σφιγμένος. Το αλκοόλ όμως, πέρα από την καταπραϋντική του δράση, όπως στα παραδείγματα που προανέφερα, για πολλούς πάει σετ με καταστάσεις, με σκοπό να κάνει πιο έντονη την εμπειρία. Μη μου πεις ότι ένα παγωμένο κοκτέιλ στην παραλία, με μαλλιά αλατισμένα, δεν έχει γεύση καλοκαιριού. Συνεπώς, είναι κάτι θετικό, σε πλαίσια φυσικά που να μην υφίσταται κατάχρηση. Εκεί είναι άλλα τα συναισθήματα και σαφώς άλλοι οι λόγοι.

Βγαίνεις για ποτό με παρέα- να περάσετε καλά. Και ξαφνικά βλέπεις πως τα ποτήρια σου αδειάζουν και ξαναγεμίζουν σε ρυθμούς που ξεπερνούν την παρέα κατά πολύ, σε βαθμό αντιληπτό. Ξέρεις τι λέω. «Έλα ρε ‘συ χαλαρά είπαμε σήμερα», «Μην πίνεις έτσι θα σε μαζεύουμε μετά», «Θα χαλάσεις το βράδυ». Όμως αυτά τα λόγια, αντί να σε κρατήσουν λίγο πίσω, λειτουργούν ακριβώς αντίθετα, κάνοντάς σε να θες να πιεις ακόμα πιο γρήγορα και περισσότερο από πριν. Και δεν είναι ότι θες να χαλάσεις όντως το βράδυ της παρέας, αλλά θες να φτιάξεις το δικό σου. Είναι μια αρρωστημένη προσπάθεια να ξεπεράσεις τα όριά σου, να μουδιάσεις και γιατί όχι, να μη θυμάσαι. Έστω για λίγες ώρες.

Οι φίλοι και γνωστοί, συχνά αναφέρονται σε σένα ως «την ψυχή της παρέας», το χαμόγελο, το φως. Οι φίλοι και γνωστοί, όμως, δεν ξέρουν τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές σου πόρτες. Δε βλέπουν τις ασκήσεις αναπνοής που κάνεις μόνο και μόνο για ν’ απαντήσεις θετικά σε μια έξοδο. Βλέπουν αυτό που δείχνεις, αυτό που θέλεις να δουν. Έναν άνθρωπο όλο γέλια και χαρές, όλο πλάκες. Γιατί κάπου βαθιά πιστεύεις πως αν καταφέρεις να πείσεις αυτούς, ίσως πείσεις κι εσένα. Ίσως μια μέρα να φωτίσεις και τα δικά σου σκοτάδια, ίσως ακόμα και να κάνεις να γελάσουν κι οι δικοί σου δαίμονες. Δαίμονες που πλέον ακούνε στ’ όνομά σου, πίσω από πόρτες που έκλεισες σ’ όλους, για να κρυφτείς στην επίγειά σου κόλαση, όσο ετοιμάζεσαι να βγεις ακόμη μια φορά και να κοροϊδέψεις τους πάντες για την ψυχολογία σου. Ακόμη μια φορά.

Εκεί το αλκοόλ σε βρίσκει στη χειρότερη μορφή του, αυτή της κατάχρησης. Κι όμως, αρχίζει να μοιάζει σύμμαχος. Δεν το ξεκίνησες επίτηδες· την πρώτη φορά σίγουρα «έτυχε», έτσι να πιεις παραπάνω, να ξεφύγεις. Το επόμενο πρωί, ζαλισμένος πια, ένιωθες και μια ευφορία και για κάποιες στιγμές, ξεγέλασες ακόμα κι εσένα. Σαν το ποτό να γέμισε το κενό που τόσο έντονα ένιωθες πριν βγεις. Και το ξανάκανες και ξανά και ξανά, αγνοώντας πως αυτό είναι μια προσωρινή κατάσταση- δε θα πω καν λύση. Αλλά καταλαβαίνω, σου αρκεί που πείθεις. Κι ίσως και να τιμωρείς παράλληλα τον εαυτό σου για όσα έχεις επιτρέψει να του συμβούν. Ή, μπορεί και να θες να χάνεις τον έλεγχο επίτηδες, σαν κραυγή βοήθειας, εξηγώντας χωρίς να εξηγείς πως τον έχεις όντως χάσει. Μα δεν το βλέπει κανείς με τον τρόπο που θες. Γιατί δεν ξέρουν. Δε φαντάζονται.

Μην τους αδικείς όμως. Αφού κι εσύ ακόμα που φωνάζεις μέσα από χίλιες σιωπές περιμένοντας ν’ ακουστείς, φοβάσαι. Σε τρομάζει η ιδέα να γίνεις αντιληπτός, ενώ, ανεπίγνωστα, αυτό θες. Κι έστω πως έρχεται μια μέρα ένας φίλος και σε ρωτάει: «Ρε ‘συ μήπως πρέπει να βάλεις ένα μέτρο, γιατί ξεφεύγεις κάθε φορά, μήπως συμβαίνει κάτι άλλο;». Επιτέλους. Αυτό που περίμενες. Και τι κάνεις; «Όχι ρε, απλώς περνάω καλά». Και καις μια ευκαιρία. Από φόβο μην τυχόν δε σε αναγνωρίζουν μετά, αν μάθουν. Μην πληγώσεις, μην πληγωθείς. Παγώνεις. «Όχι ρε απλώς περνάω καλά.»

Είναι πολύ μοναχικό, ξέρεις, όλο αυτό. Να τρέχεις χωρίς γραμμή τερματισμού. Να μην ξέρεις κι από τι τρέχεις, απλώς να γνωρίζεις ότι είναι σίγουρα πιο γρήγορο από εσένα και πως είναι θέμα χρόνου να σε πιάσει. Προτιμάς να κρυφτείς πίσω από ποτά και καπνούς από τσιγάρα που πριν λίγους μήνες ορκιζόσουν να μη βάλεις στο στόμα σου, παρά να εκτεθείς έστω για λίγα δευτερόλεπτα. Να μη σε δουν όπως σε βλέπεις. Εκεί καταλαβαίνεις πως το κενό πάντα επιστρέφει, όσο και να πιεις, όσο και να το παίξεις γεμάτος. Για να μη μάθουν ποτέ. Κι ας σε ζουν με ψέματα. Κι ας μη ρωτήσουν ποτέ, να μην ακούσουν τις φωνές σου να τους καλούν. Άλλο ένα.

Συντάκτης: Βασιλική Νοταρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου